Άγριο κι αν είναι το όραμα καλό είναι το σημάδι.....

Κ΄ένα σάλεμα σάλεψε στα ολόβαθα του νου τους
Και στην καρδιά τους μιά φωνή, κ΄έτσι η φωνή μιλούσε.
«Στρατιώτες και σπαθάρηδες, τουρμάρχες και σεργέντες,
του Λογοθέτη οι σύντροφοι, του βασιλιά οι νομάτοι,
χαρά σ’έσας κι αλλοίμονο σ’ έσας του ξένου διώχτες!
Άγριο κι αν είναι το όραμα καλό είναι το σημάδι.»…


Κωστή Παλαμά, Η Φλογέρα του Βασιλιά, Λόγος Πρώτος.

«Θα πάρω μιαν ανηφοριά,

θα πάρω μονοπάτια,

να βρω τα σκαλοπάτια,

που πάν' στη λευτεριά».

Ευαγόρας Παλληκαρίδης

(Τον έστειλαν στην κρεμάλα οι Άγγλοι 14 Μαρτη 1957, γιατί είθελε, λέει νάναι λεύτερος)

Σάββατο 22 Δεκεμβρίου 2007

Μνήμη Ελένης Παπαδάκη


Την δολοφόνησαν οι σκυλάνθρωποι του ΚΚΕ την νύχτα 21-22 Δεκέμβρη 1944.

........Το φινάλε γράφεται τη νύχτα της 21ης προς 22 Δεκεμβρίου 1944. Ο πολιτοφύλακας της ΟΠΛΑ με το ψευδώνυμο καπετάν Ορέστης την καταδικάζει σε θάνατο με τσεκούρι και την παραδίδει στον σκληροτράχηλο Βλάση Μακαρώνα. «Τη διέταξαν να γδυθεί, ενώ εκείνη είχε αντιληφθεί ότι πλησιάζει το τέλος της και είχε τρομάξει πολύ. Έτρεμε από το κρύο και τον φόβο και κλαίγοντας τους παρακαλούσε. Έβγαλε τη γούνα της την οποία παρέλαβε ο Ορέστης και, όταν τη διέταξε να βγάλει και τα υπόλοιπά της ρούχα, αναλύθηκε σε δυνατές κραυγές απελπισίας και σε γόους. Όρμησαν τότε σαν αφιονισμένοι πάνω της και μέσα σε έναν καταιγισμό από προπηλακισμούς την έσυραν κοντά σε ανοιγμένο λάκκο και εκεί την έγδυσαν με τη βία. Ο Βλάσης Μακαρώνας ξαφνικά δείλιασε, τον πείραξαν και οι κραυγές της και τελικά καθίζοντάς την χάμω τράβηξε το περίστροφό του και της φύτεψε μια-δυο σφαίρες στον αυχένα (...)» Λίγο αργότερα, στη δίκη του, ο Μακαρώνας δήλωσε ότι ο Ορέστης τον κατηγόρησε πως έκανε σαμποτάζ που δεν τη σκότωσε με το τσεκούρι αλλά με το περίστροφο.
Και πρόσθεσε: «Δεν
λυπήθηκα τίποτα άλλο παρά το γούνινο παλτό της που το πήρε ο Ορέστης».

Πέρασε πάνω από μήνας, όταν στις 26 Ιανουαρίου του 1945, κατά την εκταφή των πτωμάτων στον περίβολο των Διυλιστηρίων της Ούλεν, βρέθηκε το πτώμα της Παπαδάκη σε μια κατηφόρα φυτεμένη με πεύκα, σ’ ένα λάκκο μαζί με τρεις τέσσερις άλλους. Με μια κομπινεζόν ανασηκωμένη γύρω απ’ το θώρακα, με τις ζαρτιέρες
ζωσμένες στη μέση και με το σώμα της γεμάτο κακώσεις και μια σφαίρα φυτεμένη στον αυχένα. . Μόλις διαδόθηκε το νέο, μαθητές και μαθήτριες της δραματικής σχολής του Εθνικού Θεάτρου προσήλθαν και κάλυψαν το σώμα με κλαριά. . Κηδεύτηκε στις 28 Ιανουαρίου από την εκκλησία του Αγίου Γεωργίου Καρύτση σε μια ατμόσφαιρα βαθύτατου πένθους και αγανάκτησης και με πλήθος καλλιτεχνικού και πνευματικού κόσμου.

«…Χρειάζεται να φανούμε μεγάλοι, να φανούμε τέλειοι(…)για να μπορέσουμε να ονομαστούμε χωρίς τύψεις, συνάδελφοι της Ελένης Παπαδάκη(…). Χάσαμε ένα απ’ το πιο τρανά κι απ’ τα πιο σπάνια καυχήματα της ελληνικής σκηνής-χάσαμε έναν καλό φίλο κι έναν ωραίο άνθρωπο(…). Κοιμήσου ειρηνικά, αγαπημένη φίλη…Ίσαμε επάνω δεν φτάνουν μήτε η αρρώστια μιας εποχής, μήτε μιας φυλής η παραφροσύνη. Μια λέξη ακόμα: συγχώρεσέ μας…» Αλέξης Σολομός, 28.11.1945

Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που η λεπίδα του φονιά
άστραψε κι όλος ο Θεός της Τραγωδίας εφάνη.
Μνήσθητι Κύριε: Για την ώρα που άξαφνα κι οι εννιά αδερφές, εσκύψαν να της βάλουνε των αιώνων το στεφάνι.
Άγγελος Σικελιανός

Η ψυχή της Ελένης Παπαδάκη μπορεί να αναπαυθεί με τη συναίσθηση ότι εξετέ
λεσε τον προορισμό της, έστω κι αν δεν πρόφθασε να τον συμπληρώσει. Όσοι δημιουργούν και χαρίζουν ομορφιά, δεν ματαιοπονούν(…). Η Ελένη Παπαδάκη δεν πέθανε: Τότε οι νεκροί πεθαίνουνε όταν τους λησμονάνε, λέει ο ποιητής». Άλκης Θρύλλος , «Νέα Εστία», 1.10.1945

Πέμπτη 20 Δεκεμβρίου 2007

Mία "κυρία" με αποστολή...


Μία σωστή "κυρία"....






Η κυρία Καλατζάκου, βο(υ)λευτής Μεσσηνίας με περισσή θρασύτητα και χυδαία δήλωσε ότι αυτή και η κλίκα της απεργάζονται μία Ελλάδα "πολυπολιτισμική". Μία Ελλάδα όπου οι Έλληνες θα είναι φιλοξενούμενοι στην πατρίδα και στο έλεος του κάθε αλλοδαπού εγκληματία. Σπούδασε στην Αμερική και θα είναι φαντάζομαι πολύ υπερήφανη που θα απέκτησε την πολυπόθητη πράσινη κάρτα (Green Card) ή και την αμερικάνική υπηκοότητα αφού πρώτα δέχτηκε να παίξει πιάνο (δακτυλικά αποτυπώματα) και να περάσει από εξετάσεις και τέλος να ορκισθεί πίστη στην αμερικάνικη σημαία Αν δε πέρασε του λόγου της, ας ρωτήσει τον σύζυγο κύριο καθηγητή στο NYU και θα της πει τι τραβάνε οι αλλοδαποί στο αμερικάνικο immigration. Πόσες φορές θα τους πάρουν αποτυπώματα, τι γιατρούς περνάνε, τι εξετάσεις δίνουν στην πολυπολιτισμική Αμερική.
Η Αμερική είναι μια πανσπερμία φυλών και θρησκειών και μια ημέρα τον χρόνο εκδηλώνουν τον φυλετισμό τους στις διάφορες εθνικές εορτές των πρώην πατρίδων τους, 25η Μ
αρτίου, 4 Novembre... Ο πολυπολιτισμός σταματάει εδώ. Τις υπόλοιπες 364 μια τεράστια αμερικάνικη σημαία καλύπτει τους πάντες και τα πάντα και αλίμονο σε αυτόν που θα βγει από την σκιά της.
Η βαριά ανάσα του FBI καψαλίζει το σβέρκο όποιου τολμήσει να αμφισβητήσει το αμερικάνικό όνειρο και το Immigration ή Migra ακουμπάει τα νύχια του στην πλάτη του όποιου δίστιχου τολμήσει να σηκώσει κεφάλι
Τα παιδία στο σχολείο ξεκινάνε την ημέρα τους με όρκο πίστης στη σημαία της χώρας.

I pledge allegiance to the Flag
of the United States of America,
and to the Republic for which it stands:

one Nation under God, indivisible,
With Liberty and Justice for all.

Αν δεν πιστεύεται ρωτήστε τον Yorgo.
Η κυρία αυτή θα πέρασε πολύ δύσκολα χρόνια στο Yale και στο Columbia. Να
μην μπορεί να κατεβάσει την αμερικάνικη σημαία και να σηκώσει την Ελληνική ή να γεμίσει του τοίχους με συνθήματα. Να καταλάβει και καταστρέψει την σχολή της σε ένδειξή διαμαρτυρίας. Τώρα επέστρεψε στην Ελλάδα με σαφείς οδηγίες.

Οι επίδοξοι υποψήφιοι για το αξίωμα του Αμερικανού προέδρου συναγωνίζ
ονται σε προτάσεις για την λύση του λαθρομεταναστευτικού προβλήματος. Προτείνουν απελάσεις, αρνήσεις αδείας οδηγήσεως, αποκλεισμό των παιδιών από την δημόσια εκπαίδευση. Ενα τεράστιο "τοίχος" κτίζεται μεταξύ Μεξικού και ΗΠΑ. Ατυπες πολιτοφύλακες κυνηγάνε, σαν τα αγρίμια, τούς δύστυχους μέσα στις ερήμους του New Mexico και της Arizona και όμως κανείς δεν τόλμησε να τους χαρακτηρίσει ξενοφοβικούς ή ρατσιστές Η αμερικανοθρεμένη κυρία Καλατζάκου θέλει να μετατρέψει την Ελλάδα σε χωματερή. Πολύ που την ενδιαφέρει. Το διαβατήριο το έχει έτοιμο στην τσέπη. Οι χαχόλοι που την ψηφίζουν θα τραβήξουν τον διάβολό τους και θα καταριούνται την ώρα και την στιγμή που ψήφιζαν. Κοψοχέρηδες είναι γεμάτη η Ελλάδα.
Κάποιος ή κάποια θα ρωτήσει, με άφθονη εξυπνάδα. Τι με νοιάζει το τι κάνει η Αμερική;
Και όμως μας νοιάζει. Ο "σοφός" Βερέμης μεταξύ των άλλων ευρηματικών και ανεύθυνων που ξεστομίζει ή γράφει μας είπε ότι "θέλει να γίνει η Ελλάδα... η Αμερική των Βαλκανίων, πολυπολιτισμική" εδώ γελάνε ή κλαίνε όπως τι βρίσκει ο καθένας...




Σάββατο 15 Δεκεμβρίου 2007

ΤΑΡΖΑΝΟΓΛΟΥ....


Αφιερωμένο σε ολους τους μαιντανούς-προσκεκλημένους των Εκπομπών του,
και στα Γερμανικά νουμεράκια που έχουμε κάνει όλοι μας εκτός από τον
Μάκη με την βίλα και το Καγιέν..

ΤΡΙΑΝΤΑΦΥΛΛΟΠΟΥΛΟΣ ΕΥΘΥΜΙΟΣ (ΜΑΚΗΣ) ΤΟΥ ΚΩΝΣΤΑΝΤΙΝΟΥ ΚΑΙ ΤΗΣ ΕΥΓΕΝΙΑΣ.
ΕΓΓΕΓΡΑΜΜΕΝΟΣ ΕΙΣ ΤΑ ΜΗΤΡΩΑ ΑΡΡΕΝΩΝ ΛΕΟΝΤΕΙΟΥ ΑΧΑΪΑΣ, ΕΤΟΣ ΓΕΝΝΗΣΕΩΣ 1954.

27-12-1973 ΑΝΑΒΟΛΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΕΩΣ ΔΙΑ ΦΟΙΤΗΣΙΝ ΕΙΣ ΤΗΝ ΙΑΤΡΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΜΠΟΛΩΝΙΑΣ ΙΤΑΛΙΑΣ.
17-12-1974 ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΣΧΟΛΗ ΠΟΛΙΤΙΚΩΝ ΕΠΙΣΤΗΜΩΝ ΤΟΥ ΠΑΝΕΠΙΣΤΗΜΙΟΥ ΜΠΟΛΩΝΙΑΣ ΙΤΑΛΙΑΣ.
21-12-1977 ΜΕΤΕΓΓΡΑΦΗ ΕΙΣ ΤΗΝ ΝΟΜΙΚΗ ΣΧΟΛΗ ΑΘΗΝΩΝ (ΤΜΗΜΑ ΔΗΜΟΣΙΟΥ ΔΙΚΑΙΟΥ).
1-1-1982 ΔΙΑΚΟΠΗ Η ΑΝΑΒΟΛΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΕΩΣ ΤΟΥ, ΔΙΟΤΙ ΔΕΝ ΕΠΡΑΤΤΕ ΟΡΘΗ ΧΡΗΣΗ ΑΥΤΗΣ.
8-4-1982 ΑΝΥΠΟΤΑΚΤΟΣ ΕΣΩΤΕΡΙΚΟΥ.
18-11-1982 ΕΜΗΝΥΘΗ.
6-4-1983 ΚΑΤΕΤΑΓΗ ΕΙΣ ΤΟ 625 Τ.Π. (ΙΩΑΝΝΙΝΑ).
6-4-1983 ΔΙΕΤΗΣ ΑΝΑΒΟΛΗ ΣΤΡΑΤΕΥΣΕΩΣ, ΛΟΓΩ ΥΓΕΙΑΣ, ΚΑΙ ΣΥΓΚΕΚΡΙΜΕΝΩΣ ΛΟΓΩ ΤΟΥ ΟΤΙ ΕΠΑΣΧΕ ΑΠΟ BΑΡΕΙΑ ΨΥΧΟΝΕΥΡΩΣΙΝ.
25-3-1985 ΕΠΑΝΕΞΕΤΑΣΙΣ ΤΗΣ ΣΩΜΑΤΙΚΗΣ ΤΟΥ ΙΚΑΝΟΤΗΤΟΣ. ΕΚΡΙΘΗ ΙΚΑΝΟΣ Ι1 ΓΙΩΤΑ ΕΝΑ).
13-8-1985 ΚΑΤΕΤΑΓΗ ΕΙΣ ΤΟ Κ.Ε.Ε.Μ. (ΣΠΑΡΤΗ).
13-8-1985 ΕΚΡΙΘΗ ΑΚΑΤΑΛΛΗΛΟΣ ΔΙΑ ΣΤΡΑΤΕΥΣΙΝ Ι5 (ΓΙΩΤΑ ΠΕΝΤΕ), ΩΣ ΠΑΣΧΩΝ ΑΠΟ ΧΡΟΝΙΑ ΒΑΡΕΙΑ ΝΕΥΡΩΤΙΚΗ ΔΙΑΤΑΡΑΧΗ ΜΕ ΑΠΟΠΕΙΡΑ ΑΥΤΟΚΤΟΝΙΑΣ (ΚΑΤΑ ΤΟ ΠΑΡΕΛΘΟΝ).ΑΠΟΦΑΣΙΣ ΕΙΔΙΚΟΥ ΣΤΡΑΤΟΛΟΓΙΚΟΥ ΣΥΜΒΟΥΛΙΟΥ
166/ΚΕΝΤΡΟΥ ΕΚΠΑΙΔΕΥΣΕΩΣ ΕΦΟΔΙΑΣΜΟΥ ΜΕΤΑΦΟΡΩΝ.

Τρίτη 4 Δεκεμβρίου 2007

Για το πρόβλημα της ελληνικότητας [Άρδην 64]

Για το πρόβλημα της ελληνικότητας

Μ. Θοδωράκης



Πριν λίγο καιρό κυκλοφόρησε στη Θεσσαλονίκη ένα βιβλίο που χαρακτηρίζει ανάμεσα σε άλλους τον Οδυσσέα Ελύτη και τον Γιάννη Ρίτσο ως νεκρόφιλους... Έγινε μάλιστα η πανηγυρική παρουσίασή του με τη συμμετοχή στο πάνελ πολλών παραγόντων της πνευματικής ζωής της συμπρωτεύουσας, σύμφωνα με το σχετικό ρεπορτάζ.

Ποιοι να είναι οι άνθρωποι αυτοί στ’ αλήθεια και ποιος ο συγγραφέας και πώς έφτασαν στο σημείο να σκέφτονται τόσο απαξιωτικά για δύο σύγχρονους Έλληνες ποιητές που αποδεδειγμένα εκτιμά και αγαπά μια μεγάλη μερίδα του λαού μας και που το έργο τους συνδέεται τόσο στενά με την ουσία και την εικόνα της σύγχρονης Ελλάδας;

Σκέφτομαι ότι, για να φτάσουμε σ’ ένα τόσο ακραίο σημείο, αυτό σημαίνει ότι η αμφισβήτηση για ό,τι θεωρούσαμε πως εκφράζει την ιδιαιτερότητά μας, ιδιαίτερα μέσα στον ευαίσθητο χώρο της πνευματικής και καλλιτεχνικής μας δημιουργίας, έχει ξεπεράσει κάθε όριο. Ποιο είναι, αλήθεια, το κοινό γνώρισμα του Ελύτη και του Ρίτσου; Ασφαλώς είναι η ελληνική γλώσσα, το ελληνικό ήθος, η παρουσία του ελληνικού χώρου και χρόνου στο έργο τους σε συνδυασμό με τη γνώση και την αγάπη στην ιστορική παράδοση και τις πολιτιστικές αξίες του ελληνικού λαού. Αν τα χαρακτηρίσουμε όλα αυτά με μία λέξη, τότε η λέξη αυτή είναι: ελληνικότητα.

Στην ίδια γραμμή της σύγκρουσης με την ελληνικότητα έχει σχηματισθεί από καιρό ένα άτυπο μέτωπο που κατάφερε να κυριαρχήσει σε ορισμένους ευαίσθητους τομείς, όπως είναι η Παιδεία, ο Πολιτισμός και τα Μέσα Ενημέρωσης, και που ένα από τα προβεβλημένα του σημεία είναι και το βιβλίο Ιστορίας της ΣΤ΄ Δημοτικού, που αποκαλύπτει την πρόθεση των κύκλων αυτών να χειραγωγήσουν τις νεώτερες γενιές ξεκινώντας ακόμα και από το δημοτικό σχολείο!

Τι είναι, στ’ αλήθεια, αυτό που προβάλλουν απέναντι στην ελληνικότητα, και τι σημαίνει εκσυγχρονισμός; Για να απαντήσουμε σ’ αυτό το ερώτημα, θα πρέπει να εξετάσουμε τι είναι η ελληνικότητα, ποιο είναι το περιεχόμενό της, πώς εκφράστηκε και ποια η σημασία της σήμερα.

Σε αντίθεση με την εθνικότητα, που στον σύγχρονο κόσμο συνδέεται άρρηκτα με το κράτος, όπου οι υπήκοοι μπορεί και να μην συνδέονται μεταξύ τους με κάποιο αποκλειστικό γνώρισμα, αντίθετα, η ελληνικότητα ενώνει τα μέλη της με ορισμένα κοινά χαρακτηριστικά, τα οποία παραμένουν αναλλοίωτα μέσα στον χρόνο. Αυτό φυσικά δεν είναι αποκλειστικά γνώρισμα των Ελλήνων αλλά όλων των λαών.

Στη δική μας περίπτωση, το κυρίαρχο γνώρισμα είναι η ελληνική γλώσσα, που έδειξε μια πρωτοφανή αντοχή στον χρόνο και χρησίμευσε σε όσους την μιλούσαν σαν ένας συνδετικός ιστός που βοήθησε στη διαιώνιση διαφόρων μορφών κοινωνικής ζωής, κοινής θρησκευτικής πίστης όπως η ορθοδοξία, κοινής πολιτιστικής παράδοσης, καλλιτεχνικής δημιουργίας και έκφρασης και κατά συνέπεια κοινής συλλογικής συνείδησης, έστω και αν κάποτε κάτω από ορισμένες συνθήκες, αυτό ήταν δύσκολο να εκδηλωθεί και να μορφοποιηθεί. [ ]

Στην περίπτωση των δημοτικών μας τραγουδιών, η γλώσσα είναι η ελληνική, η δε μουσική έχει τις ρίζες της στους βυζαντινούς χρόνους και ίσως και πιο μακριά. Πράγματι, η συνάφεια μεταξύ της βυζαντινής μουσικής και της δημοτικής μουσικής είναι ολοφάνερη. Άλλωστε και οι δύο βασίζονται στις ίδιες μουσικές κλίμακες. Και όταν μιλάμε για κλίμακα στη μουσική, εννοούμε ένα είδος ηχητικού σκελετού, που, όπως ο ανθρώπινος, διαμορφώνει σε μεγάλο βαθμό την εξωτερική μορφή του σώματος. Γι’ αυτόν ακριβώς τον λόγο παρατηρούνται όλα αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά που συναντώνται και στη σύγχρονη περίοδο, λόγω ακριβώς της ύπαρξης συγγενικών μουσικών κλιμάκων, και φέρνουν τόσο κοντά τη σύγχρονη λαϊκή μας μουσική τόσο στα δημοτικά όσο και στα βυζαντινά ακούσματα.

Από πού όμως προήλθαν οι βυζαντινές μουσικές κλίμακες; Και αν όντως αποτελούν συνέχεια των αρχαίων ελληνικών, τότε ποια θα πρέπει να υπήρξε η σχέση ανάμεσα στην αρχαία ελληνική και τη βυζαντινή μουσική; Ώστε βλέπουμε να υπάρχει, πέραν της ελληνικής γλώσσας, και μία άλλη σταθερά, αυτή της μουσικής από την αρχαιότητα έως σήμερα, με σταθμούς το Βυζάντιο και την δημοτική μουσική των χρόνων της Οθωμανοκρατίας έως τις παρυφές του 20ού αιώνα.

Δεν θα έπρεπε λοιπόν να προβληματίσει τους Έλληνες επιστήμονες ιστορικούς το φαινόμενο του δημοτικού μας τραγουδιού;

Εμείς σημειώσαμε ορισμένα βασικά στοιχεία που θα πρέπει να μελετηθούν και που μπορεί να συνοψισθούν στα ακόλουθα ερωτήματα:

1. Είναι Έλληνες αυτοί που δημιούργησαν συλλογικά τα δημοτικά μας τραγούδια (Λόγος, Μέλος, Χορός);

2. Η δημιουργία αληθινών έργων τέχνης είναι δείγμα ελευθερίας;

3. Σε ποιες συνθήκες, κοινωνικό περιβάλλον, οικονομικές και διοικητικές σχέσεις ζούσαν, ώστε να μπορούν να έχουν την απαιτούμενη πνευματική καλλιέργεια για την δημιουργία και αποδοχή έργων τόσο υψηλού επιπέδου;

4. Με ποιους τρόπους τόσο η γλώσσα όσο και η μουσική παράδοση παρέμειναν ζωντανές και σε συνεχή εξέλιξη;

5. Η ορθοδοξία και κυρίως ο κλήρος, σε επίπεδο κοινοτήτων, έπαιξε ρόλο στην διατήρηση και εξέλιξη αυτού του πολιτισμού; Ποια η σημασία του ελληνικού λόγου των Ευαγγελίων και γενικά των βυζαντινών θρησκευτικών κειμένων και του βυζαντινού εκκλησιαστικού Μέλους;

Απ’ όσο γνωρίζω, τις πειστικότερες ώς τώρα απαντήσεις στα ερωτήματα αυτά τις βρήκα διαβάζοντας την εργασία του Γιώργου Κοντογιώργη και ειδικά το πρόσφατο βιβλίο του Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεωτερικότητα.

Θα μου πείτε ίσως, ποια η σημασία να ψάχνουμε τα στοιχεία της ελληνικότητας σε τόσο μακρινούς χρόνους; Μήπως η προσπάθειά μας αυτή είναι η αιτία να μας χαρακτηρίσουν ως νεκρόφιλους οι μεν, συντηρητικούς και παρωχημένους οι δε και αριστεροδεξιούς εθνικιστές κάποιοι άλλοι...; Αυτό όμως θα μπορούσε να έχει κάποια βάση εάν όλα όσα ψάχνουμε είναι πράγματα νεκρά. Για μας, όμως, η σύνδεση της Ελλάδας με στοιχεία και έννοιες όπως η Ελευθερία στη ζωή και στη σκέψη, που αποτελεί μοναδικό φαινόμενο μέσα στην ανθρώπινη Ιστορία, καθώς και τα φαινόμενα της διαιώνισης δύο βασικών ανθρώπινων χαρακτηριστικών, της γλώσσας και της μουσικής έκφρασης, με την σφραγίδα της ελληνικότητας, αποτελούν μια όχι μόνο ζωντανή αλλά και πολύτιμη, ιδιαίτερα για το σήμερα και για την εποχή μας, πραγματικότητα για όλους εμάς που μας συνενώνουν αυτά τα κοινά χαρακτηριστικά και μας διαμορφώνουν την ιδιαίτερη εθνική συνείδηση και ταυτότητα.

Γιατί σήμερα, περισσότερο από κάθε άλλη φορά, έχουμε ανάγκη από κοινωνική και εθνική συνοχή για να αντέξουμε τις προκλήσεις των καιρών. Και δεν είναι τυχαίο ότι ο νέος κίνδυνος που μας απειλεί αποβλέπει στην διάλυση ακριβώς αυτής της συνοχής και της ενότητας, ώστε, από μια ενιαία και συμπαγή μάζα, να μας θρυμματίσει σε πολλές ξένες μεταξύ τους ομάδες χωρίς έρμα και χωρίς αντίσταση, που έτσι να μεταβληθούν σε απλούς πελάτες, όπως το θέλει η λογική και το επιτάσσουν τα συμφέροντα της όλο και πιο πολύ ενιαιοποιημένης Διεθνούς Αγοράς, μέσα στην οποία όλα τα αγαθά –ακόμα και τα πνευματικά– πρέπει να μεταβληθούν σε εμπόρευμα. Και ο,τιδήποτε μπορεί να εναντιωθεί σ’ αυτό το ολιγαρχο-οικονομικό τσουνάμι, θα πρέπει να σβήσει, να εκλείψει, να εξοντωθεί. Αρχίζοντας από την ιστορική μνήμη και όλα τα υπόλοιπα εθνικά χαρακτηριστικά, την Γλώσσα, την Τέχνη, το Ήθος, την Σκέψη, τον Πολιτισμό. Και φυσικά όλα τα συνεκτικά στοιχεία, όπως λ.χ. η Ιστορία μας, που μας βοηθά να ανυψωθούμε σε υπολογίσιμη εθνική οντότητα και παρουσία.

Σε λίγες εβδομάδες από τώρα συμπληρώνω 82 χρόνια ζωής. Εάν ζούσα σε οποιαδήποτε άλλη χώρα, όσα έζησα και όσα έκανα θα μου εξασφάλιζαν την ηρεμία και την γαλήνη μιας ήσυχης ζωής μακριά από τη βουή των γεγονότων. Όμως εδώ είναι Ελλάδα και θα πρέπει κανείς να παραμένει όρθιος ακόμα και μέχρι την τελευταία στιγμή της ζωής του. Γιατί τούτο το «αλωνάκι», ή θα πρέπει κανείς να το μισεί ή να το αγαπά έως θανάτου. Ειδικά όταν διαπιστώσει ότι για ακόμα μία φορά κινδυνεύει όχι από έξωθεν βέλη βαρβάρων αλλά από προσπάθειες ουσιαστικά και πάλι ξένων, που βρίσκουν όμως πρόθυμους οπαδούς και διεκπεραιωτές ανάμεσά μας. Στόχος ανομολόγητος των τελευταίων –και γι’ αυτό πιο επικίνδυνος– το μοναδικό μας στήριγμα και εγγύηση για να υπάρξουμε, να αντισταθούμε, να αντέξουμε ως λαός που του έτυχε να γεννηθεί και να ζει σ’ αυτή την χώρα: η συνείδηση της ελληνικότητας.

Όταν ο Καθηγητής Γιώργος Κοντογιώργης μού ζήτησε να παρουσιάσω το τελευταίο του βιβλίο, Έθνος και «εκσυγχρονιστική» νεωτερικότητα, προβληματίστηκα πολύ για το τι θα έπρεπε να πω. Έχω την αίσθηση πως η ιστορική στιγμή που ζούμε ξεπερνά τα όρια της σημασίας αυτού του γεγονότος, όσο σημαντική κι αν είναι.

Θα έπρεπε, σκέφθηκα, να σας μιλήσω για την σημασία της ελληνικότητας με έναν τρόπο καταλυτικό. Δηλαδή, με κάτι που να ξεπερνά την όποια κατάθεση απόψεων και ιδεών, την όποια επιχειρηματολογία. Κι αυτό βρήκα ότι είναι μόνο η αναφορά μου στα προσωπικά μου βιώματα, που νομίζω ότι αποκαλύπτουν και εξηγούν με τον καλλίτερο τρόπο την άποψή μου για την ελληνικότητα. Και ακόμα γιατί, στην πορεία της ζωής μου, η πεποίθηση και η πίστη μου στην ιδέα της συνέχισης του ελληνικού έθνους αποτέλεσε θεμέλιο ζωής, δράσης και πνευματικής δημιουργίας. Το προσωπικό παράδειγμα αποτελεί τελικά το καλλίτερο επιχείρημα που θα πρέπει να προβάλει κανείς, ειδικά όταν διανύει, όπως εγώ, το τελευταίο στάδιο της ζωής του. Και είμαι έτοιμος να δεχτώ για άλλη μια φορά τον σαρκασμό, την ειρωνεία και την απόρριψη απ’ όπου κι αν προέρχεται. Σ’ αυτά άλλωστε είμαι συνηθισμένος...

Πρόκειται λοιπόν για μια αληθινή Απολογία (με την σκέψη πιότερο στο κώνειο παρά στον Σωκράτη), που ελπίζω να φτάσει κάποτε και ως την μαθητιώσα νεολαία μας, που αυτή τη στιγμή δέχεται τα δριμύτερα πυρά, για να την εμποδίσουν να ακολουθήσει τον δρόμο που περιγράφω και που φυσικά δεν είναι μόνο δικός μου αλλά χιλιάδων και χιλιάδων που έζησαν, πίστεψαν, μόχθησαν και πολλοί απ’ αυτούς θυσιάστηκαν για τις ίδιες ιδέες, τα ίδια πιστεύω και ιδεώδη. Στους ίδιους αγώνες και προσπάθειες να προσθέσουμε όλοι μαζί ένα πετραδάκι για να ψηλώσει αυτή η χώρα, η ελληνική.

Υπήρξα γέννημα-θρέμμα της ελληνικής επαρχίας, όπου έζησα και μεγάλωσα στην εποχή του μεσοπολέμου έως την ηλικία των 18 χρόνων, που ήρθα στην Αθήνα.

Εκεί διαμορφώθηκα, όπως όλα τα υπόλοιπα παιδιά, μ’ αυτά που ακούγαμε, που βλέπαμε και που διαβάζαμε στο σπίτι, στο σχολείο, στην γειτονιά, στο επαρχιακό μας περιβάλλον, που εκείνες τις εποχές ήταν ασφυκτικά περιορισμένο στα στενά γεωγραφικά του σύνορα. Για μένα τα πιο σοβαρά βοηθήματα που με διέπλασαν ήταν τα βιβλία, τα τραγούδια, οι βυζαντινοί ύμνοι και όσα άκουγα από τους γονείς μου, στο σχολείο και στις συναναστροφές μου.

Δεν θυμάμαι να έφτασε ώς εμένα, σε κείνα τα χρόνια, ούτε η Ευρώπη ούτε καν η Αθήνα. Και όμως, όταν στα 1943 πάτησα το πόδι μου στην πρωτεύουσα, είχα ήδη διαμορφωθεί ως πολίτης και ως συνθέτης. Και από τότε άρχισα να δέχομαι τις καινούργιες επιδράσεις, που όμως δεν άλλαζαν τον βασικό πυρήνα του χαρακτήρα, της σκέψης και της μουσικής μου. Μονάχα, όπως ήταν φυσικό, τον εμπλούτισαν και δεν έπαψαν να τον εμπλουτίζουν έως σήμερα. Όμως αυτό που ήμουν και που έγινα υπήρξε έργο αποκλειστικά της ελληνικής επαρχίας, σε μια εποχή που, όπως είπα, ήταν υποχρεωτικά κλεισμένη ασφυκτικά στον εαυτό της. [ ]

Με δάσκαλο στην Τρίπολη τον Ευάγγελο Παπανούτσο, που με τα βιβλία του «Τριλογία του Πνεύματος», «Περί Ηθικής», «Περί Επιστήμης» και «Περί Τέχνης», μάθαμε να ισορροπούμε ανάμεσα στην Λογική και στην Μαγεία, τον Αριστοτέλη και τον Αισχύλο, την Σαπφώ και τον Πλάτωνα. Προσωπικά επηρεάστηκα βαθειά από τον ελληνισμό και τον χριστιανισμό, ταυτόχρονα και ισοδύναμα. Την ίδια εποχή ανακάλυψα την βαθύτερη φύση της Ορθοδοξίας, δηλαδή την συνένωση του Ελληνισμού με τον Χριστιανισμό.

Στις 25 Μαρτίου του 1943, έγινε η πρώτη μαζική διαδήλωση κατά των κατακτητών. Μπροστά στο κενοτάφιο του Θεόδωρου Κολοκοτρώνη, κρατώντας την γαλανόλευκη με τον σταυρό και ψάλλοντας τον εθνικό μας ύμνο, περνούσαμε από την πόρτα του ΕΑΜ σε μια νέα κοσμοθεωρία, τον μαρξισμό. Τότε η πατριωτική μας έξαρση και η χριστιανική μας πίστη συνενώθηκαν για να ολοκληρωθούν μέσα στη φωτιά της επαναστατικής πράξης. Ο Ελληνισμός του Αληθινού και του Ωραίου και ο Χριστιανισμός του «Αγαπάτε αλλήλους» και της Σταύρωσης έγιναν τα νέα μας όπλα για να αντιτάξουμε, στην ασχήμια της βίας και στην ψευτιά της βαρβαρότητας, την αλήθεια και την ομορφιά ενός κόσμου ελεύθερου και δίκαιου, με όπλο την αγάπη για την πατρίδα, και την θυσία για τον λαό. Αυτός υπήρξε για μας τότε ο κομμουνισμός, που γέμισε τις ψυχές μας με μια νέα πίστη που μας έκανε να αψηφάμε τις δοκιμασίες, ώς και τον θάνατο.

Λίγο πιο πριν, στα βουνά της Ρούμελης, ο πρώτος μεγάλος γνήσιος Έλληνας λαϊκός επαναστάτης, ο Άρης Βελουχιώτης, έμπαινε με τους πρώτους λιγοστούς του αντάρτες στα χωριά με την γαλανόλευκη με τον σταυρό μπροστά και, αφού μιλούσε για τους σκοπούς του νέου αγώνα, στη συνέχεια μπαίνανε όλοι μαζί στην εκκλησία. Κι εκεί καλούσε τον παπά να ευλογήσει τα όπλα και τη σημαία.

Τι μας θυμίζει τάχα αυτή η σκηνή; Δεν μας θυμίζει την Αγία Λαύρα με τους επαναστάτες του ’21 γονατισμένους μπροστά στον Δεσπότη και, κρατώντας την ελληνική σημαία με το ένα χέρι και το καρυοφύλλι με το άλλο, να δέχονται την ευλογία της Εκκλησίας για τον αγώνα τους;

Κι αν ακόμα ήταν Μύθος αυτή η σκηνή, εν τούτοις εμείς οι νέοι επαναστάτες, στο νέο ’21 της Εθνικής μας Αντίστασης, τον είχαμε ζήσει με πρώτο και καλλίτερο τον νέο Κολοκοτρώνη, τον Άρη Βελουχιώτη. Κι όχι μονάχα αυτόν αλλά όλο το παραμύθι της Επανάστασης με τους νέους ήρωες και αγίους ποιητές και οραματιστές όπως ο Ρήγας Φεραίος, οι Φιλικοί, οι Μάρτυρες και οι Αγωνιστές.

Αλλά μήπως και η Γαλλική Επανάσταση δεν είχε σαν σύμβολό της έναν αληθινό Μύθο όπως αυτόν της Βαστίλης; Εδώ ήταν εύκολο για την λογική των ιστορικών να τον ξετινάξουν, γιατί, πράγματι, όσοι και όποιοι μπήκαν τότε σ’ αυτό το φρούριο-φυλακή, δεν βρήκαν παρά μια χούφτα εγκληματίες του ποινικού δικαίου. Όμως τόλμησε έκτοτε κανείς να αμφισβητήσει αυτόν τον ωραίο Μύθο με τον οποίο γαλουχήθηκαν γενιές και γενιές Γάλλων και ξένων; Κανένας απολύτως, γιατί θα τον έθαβε η χλεύη όλων όσων ευλογήθηκαν από το φως της Μεγάλης αυτής Επανάστασης.

Γιατί όμως το τόλμησαν και το έκαναν τώρα οι δικοί μας; Ποιους λόγους είχαν; Αρκούμαι να πω εδώ ότι ένα από τα δύο θα πρέπει να συμβαίνει: Είτε ο Άρης και οι αντάρτες του, και όσοι αποδείξανε με πράξεις και έργα ότι ήταν πράγματι λαϊκοί αγωνιστές με το όραμα μιας ελεύθερης σοσιαλιστικής Ελλάδας, δεν ήξεραν τι τους γίνεται είτε οι σημερινοί προφέσορες έχουν μαύρα μεσάνυχτα. [ ]

Στην ίδια περίοδο, από πολύ μικρός και χωρίς ξένες μουσικές επιδράσεις, γιατί δεν υπήρχαν, αφοσιώθηκα στην μουσική χωρίς να την ξέρω. Στην αρχή άκουγα μουσική και τραγουδούσα. Όταν απέκτησα βιολί, ξεκίνησα μόνος μου να την ανακαλύπτω και να γράφω τα πρώτα μου τραγούδια. Η Εκκλησία με βοήθησε να ανακαλύψω τους μαγικούς κόσμους της βυζαντινής μουσικής αλλά και της Αρμονίας. Κλεισμένος ασφυκτικά στον εαυτό μου, δεν θυμάμαι πια για ποιο λόγο άρχισα να ταυτίζω τον άγνωστο κόσμο της μουσικής δημιουργίας με την Αρχιτεκτονική και την Τραγωδία της αθηναϊκής περιόδου. Η πρώτη, με την τελειότητα του Παρθενώνα, ήταν για μένα το εξωτερικό περίβλημα της Ουράνιας Αρμονίας, ενώ η δεύτερη, η εσωτερική της ουσία. [ ]

Όταν ήρθα στην Αθήνα, το καλοκαίρι του 1943, είχα κυρίως δύο στόχους: ο πρώτος, να σπουδάσω στο Ωδείο Αθηνών μουσική σύνθεση. ο δεύτερος, να συμβάλω με όλες μου τις δυνάμεις στην απελευθέρωση της πατρίδας μου. Η ένταξή μου στο ΕΑΜ με οδήγησε να γνωρίσω σε βάθος την ελληνική Αριστερά της εποχής εκείνης, που διένυε θα λέγαμε την παιδική της ηλικία. Έως την απελευθέρωση, τον Οκτώβριο του 1944, ο άνεμος ήταν ούριος και όλα ήταν καλά για την ηγεσία του κινήματος, γιατί μπορούσε έτσι να κρύβει τις βασικές της αντιθέσεις. Όταν όμως άρχισαν οι πρώτες σοβαρές δοκιμασίες, βγήκε στο φως το χάος, που μας χώριζε σε δύο ξεχωριστά μέρη: τους λαϊκούς και τους «δοτούς». Οι πρώτοι ήταν όπως ο Άρης και το σύνολο των λαϊκών αγωνιστών που ζυμώθηκαν μέσα στη φωτιά του αγώνα μαζί με τον λαό, ενώ οι δεύτεροι αποτελούσαν τον προπολεμικό ηγετικό πυρήνα, με την ευλογία και την στήριξη της Γ΄ Διεθνούς. Γύρω απ’ αυτούς αναπτύχθηκε η κομματική γραφειοκρατία, αποτελούμενη βασικά από μορφωμένα στελέχη, που καταλήξανε στους σημερινούς διανοουμενίστικους δήθεν προοδευτικούς κύκλους που καπηλεύονται το όνομα της Αριστεράς. Και θα έλεγα ότι τα σημερινά τους καμώματα, ιδιαίτερα στον χώρο της Παιδείας και της ελληνικής Ιστορίας, είναι πταίσματα μπροστά στα εγκλήματα των αληθινών τους προγόνων. Λέω «δήθεν», διότι αυτοί ουσιαστικά δεν υπήρξαν ποτέ προοδευτικοί. Ήταν οργανικά αντιδραστικοί, και αυτός είναι, όπως δείχνει ο Γ. Κοντογιώργης, ένας θεμελιώδης λόγος που αρνούνται την ελληνική συνέχεια. Γιατί, όπως αποδεικνύει ο Γ. Κοντογιώργης, ο ελληνισμός υπήρξε το ταυτολογικό ισοδύναμο του ανθρωποκεντρισμού, δηλαδή της κοινωνίας εν ελευθερία, και επομένως της προόδου.

Γενικός Γραμματέας του Π.Γ. ήταν τότε ο Γιώργος Σιάντος (τον οποίο αργότερα, στα 1949, ο Ζαχαριάδης θα καταγγείλει ως πράκτορα). Έχοντας γύρω του τέσσερα-πέντε ανώτατα στελέχη, και αφήνοντας απ’ έξω τις ηγεσίες των μαζικών οργανώσεων του ΕΑΜ και του ΕΛΑΣ, ήταν φυσικό να κάνει μαζί τους το ένα λάθος μετά το άλλο, οδηγώντας με αποκλειστικά δική τους απόφαση και ευθύνη όχι μονάχα την Αριστερά αλλά και όλη την Ελλάδα από το ένα κακό στο άλλο. Ίσως μέσα σε όλη την σύγχρονη Ιστορία να μην υπήρξε άλλη τόσο μικρή ομάδα ανίκανων αλαζόνων, ικανή να προξενήσει σ’ έναν λαό ένα τόσο μεγάλο κακό. Μετά από αυτή την καταστροφική πρακτική προκύπτει ανάγλυφα η θέση των «δοτών» για τους λαοπρόβλητους ηγέτες όπως ο Άρης, ο Μάρκος, ο Σαράφης και άλλοι, καθώς και ο βαθύτερος φόβος τους μήπως αποκαλυφθεί ότι, πίσω από την λεοντή του καθεστωτισμού, κρυβόταν μια τόσο απίστευτη μετριότητα. Χωρίς να λάβουν υπ’ όψιν τους το γεγονός της ουδετερότητας της Σοβ. Ένωσης, αποφάσισαν να αναμετρηθούν με έναν Τσώρτσιλ που είχε λυμένα τα χέρια του και έτσι κατάντησαν παιχνιδάκια στα σχέδιά του πατώντας τη μια πεπονόφλουδα μετά την άλλη, σε έναν κατήφορο χωρίς τέλος.

Πιστεύω ότι κάθε βήμα προς το χάος δεν μπορεί να χαρακτηριστεί μόνο ως λάθος, γιατί στην ουσία αποτελεί ένα έγκλημα κατά της Αριστεράς και του Λαού μας. Με την σφραγίδα της περιφρόνησης των αρχών της ελευθερίας και της δημοκρατίας μέσα στο αριστερό μας κίνημα, που, όσο είχε την σφραγίδα του Ελληνισμού, εκεί που πατούσε επάνω στον λαό και στις λαϊκές παραδόσεις, άλλο τόσο είχε την βούλα του δεσποτισμού στα υψηλά κλιμάκια του καθεστωτικού.

Λίβανος, Γκαζέρτα, Δεκεμβριανά, Ομηρία, Βάρκιζα. Μετά, την ευθύνη των αποφάσεων αναλαμβάνει προσωπικά πλέον ο Νίκος Ζαχαριάδης, με πρώτη πράξη την αποκήρυξη του Άρη, που αναγκάζεται να αυτοκτονήσει. Με πρόσχημα ότι διαφώνησε με ένα ακόμα μεγαλύτερο λάθος, τον αφοπλισμό του ΕΛΑΣ. Ακολουθούν Αποχή, Εμφύλιος, Αποκήρυξη του Τίτο, Διώξεις του Μάρκου, Αρχιστρατηγία, Καταστροφή, Τέλος.

Δεν το βάζει όμως κάτω. Σαν γνήσιος πρόγονος των σημερινών μας ψευτοδιανοούμενων-ψευτοπροοδευτικών, στα 1953, στην 4η Ολομέλεια του ΚΚΕ, διατυπώνει και επιβάλλει ως επίσημη θέση του κόμματος ότι οι Νεοέλληνες δεν έχουν σχέση με την Αρχαία Ελλάδα. Κι αυτό φυσικά ήταν για μένα το τελικό χτύπημα.

Φυσικά, αυτή την αντίθεση ανάμεσα στους λαοπρόβλητους και τους «δοτούς» την έζησα κι εγώ επάνω στο πετσί μου, με κορυφαία στιγμή όταν οι δεύτεροι αποφάσισαν να με εξοντώσουν και με καταδίκασαν σε θάνατο, γιατί διαφώνησα με την δική τους ολέθρια τακτική. Κι αυτό πότε; Ανάμεσα σε δύο μάχες, στις 20 του Δεκέμβρη...

Ξέρω ότι πολλοί πιστεύουν ότι είναι ευτύχημα το ότι ηττηθήκαμε, γιατί αλλιώς η Ελλάδα θα γινόταν Αλβανία. Κι αυτό πιστεύουν και οι μετανοήσαντες «δοτοί», που βγαίνουν δημόσια και φτύνουν επάνω στις θυσίες και τις πληγές μας. Όμως η αλήθεια εδώ είναι μόνο η μισή, γιατί μπορεί τα περισσότερα κομματικά πόστα να ήταν στα χέρια της κομματικής γραφειοκρατίας, όμως η συντριπτική πλειοψηφία των μελών του ΕΑΜ, που το αποτελούσαν αγωνιστές λαογενείς και λαοπρόβλητοι, με χαρακτηριστικά όπως αυτά που διεξοδικά περιέγραψα πιο πριν μιλώντας για το παιδί της επαρχίας, που το περιβάλλον, η πίστη, οι γνώσεις και τα παραδείγματα, ατσάλωσαν τον χαρακτήρα του με πυρήνα την ελληνικότητα, προκειμένου να αντιμετωπίσει την βία του κατακτητή, και στην συνέχεια κάθε τι που καταπίεζε τον λαό και την χώρα του. Κι όλοι αυτοί αποτελούσαμε –βάζω και τον εαυτό μου– ανάχωμα ικανό να εμποδίσει κάθε απόπειρα των «δοτών» να επιβάλουν ένα ξενόφερτο καθεστώς. Η γνώμη μου είναι λοιπόν ότι, εάν νικούσε τότε το ΕΑΜ, το πιο πιθανό ήταν ότι εμείς, οι πραγματικοί λαϊκοί αγωνιστές, θα εφαρμόζαμε το πρόγραμμα του Γληνού, δηλαδή της Παλλαϊκής Δημοκρατίας, με κύριο χαρακτηριστικό την βαθειά του ελληνικότητα. Αντίθετα, εάν οι άλλοι αποδεικνύονταν πιο δυνατοί, τότε θα έπρεπε, για να το πετύχουν, να περάσουν πάνω από τα πτώματά μας. [ ]

Μίλησα κι εγώ στο άρθρο μου στην «Καθημερινή» για την σύγκρουση ανάμεσα σε δύο Σχολές Σκέψης. Ποιες όμως είναι αυτές; Ο Κοντογιώργης, κατ’ αρχήν, επισημαίνει ότι η ελληνική επιστήμη ασφυκτιά ανάμεσα σε μια παραδοσιακή ιστοριογραφία, που ένας κλάδος της απολήγει στον εθνικισμό, και σ’ εκείνη της «εκσυγχρονιστικής» νεωτερικότητας, η οποία επιχειρεί να επιβάλει την εθνικιστική αντίληψη της Ιστορίας, που διδάσκει η Δυτική Ευρώπη. Η διαφορά ανάμεσα στις δύο αυτές Σχολές Σκέψης είναι ότι η μεν πρώτη προσπαθεί, με τα υλικά της Δυτικής Ιστορίας, να επεξεργασθεί έναν ελληνικό εθνικισμό, παραμορφώνοντας ωστόσο τον χαρακτήρα της ελληνικής εξέλιξης και ταυτότητας, η δε δεύτερη να αποδομήσει ολοκληρωτικά την ελληνική ταυτότητα και ιστορία, προκειμένου να οικοδομήσει μια ανάγνωση του ελληνισμού που να συνάδει με το διατακτικό της επίσημης ιστορίας των νικητών της νεωτερικότητας, δηλαδή της Δύσης. [ ]

Όσο για το Έθνος, ο πυρήνας της προβληματικής του Κοντογιώργη είναι ότι αποτελεί όχι μια «κατασκευασμένη» ή «φαντασιακή» έννοια, όπως υποστηρίζουν οι εκσυγχρονιστές, αλλά μια έννοια άρρηκτα συνδεδεμένη με τη συγκρότηση του κοινωνικού ανθρώπου με όρους ελευθερίας. Το έθνος δεν σηματοδοτεί απλώς το ανήκειν σε μια κοινή ταυτότητα αλλά το ανήκειν εν ελευθερία. Όταν ο άνθρωπος διαλογίζεται για το «είναι» του, για την ύπαρξή του, για την κοινωνική του υπόσταση, για τον «άλλον», και βιώνει ένα καθεστώς ατομικής κατ’ ελάχιστον ελευθερίας, συγκροτεί μια προσωπική συνείδηση αλλά και μια συλλογική συνείδηση, μια συνείδηση κοινωνίας. Στις δεσποτικές, φεουδαλικές, στις μη ανθρωποκεντρικές κοινωνίες, η έννοια της κοινωνίας συνέχεται ταυτολογικά με το πεδίο της ιδιοκτησίας του δεσπότη. Ο δουλοπάροικος δεν διαθέτει δική του ταυτότητα, μιας και το είναι του ανάγεται στην ταυτότητα του δεσπότη.

Αυτή η τελευταία παρατήρηση αναιρεί τον ισχυρισμό της «εκσυγχρονιστικής» νεωτερικότητας (έτσι χαρακτηρίζει τους οπαδούς του ιστορικώς, κατά τους ίδιους, ορθού) ότι δεν υπήρξε ελληνικό έθνος πριν από το ελληνικό κράτος. Γιατί, πράγματι, η εθνογένεση στον νεώτερο κόσμο, με αφετηρία την Ευρώπη, εστιάζεται μόλις στις τελευταίες δεκαετίες του 19ου αιώνα. Σε αντίθεση με την δεσποτική Ευρώπη, ο ελληνισμός συγκροτήθηκε εδώ και αιώνες πολιτικά ως κοσμοσύστημα μικρής κλίμακας με γνώμονα την θεμελιώδη κοινωνία της πόλης και εν τέλει σε ανθρωποκεντρικές βάσεις.

Το ελληνικό έθνος λοιπόν προϋπήρξε του Κράτους και δεν κατασκευάστηκε από αυτό. Μάλιστα, δεν επιζήτησε να εκφρασθεί μέσα από ένα ενιαίο κράτος αλλά με το κοσμοσύστημα των πόλεων. Η Ευρώπη και ο κόσμος αγωνίσθηκαν να οικοδομήσουν το έθνος, για να συνδράμει την απελευθέρωση των κοινωνιών τους από τον φεουδαλικό ζυγό, ώστε να συγκροτηθούν σε ελεύθερες κοινωνίες, ενώ ο αγώνας των Ελλήνων ήταν απλώς εθνικοαπελευθερωτικός. Ο ελληνισμός πέρασε από το έθνος-κοσμοσύστημα στο κράτος-έθνος. Οι ευρωπαϊκές κοινωνίες συγκρότησαν για πρώτη φορά συλλογική συνείδηση έθνους με την έξοδό τους από τη φεουδαρχία, και γι’ αυτό εμπνεύσθηκαν την έννοια της συλλογικής ταυτότητας, όπως και για όλα τα άλλα, από το ελληνικό προηγούμενο.

Όλα αυτά σημαίνουν ότι ο ελληνισμός, στη νεώτερη εποχή, δεν υπήρξε περιφέρεια της νεωτερικότητας, αλλά αντίθετα προηγήθηκε ως προς τα συστατικά γνωρίσματα που την συγκροτούν, ξεκινώντας από αυτό της ελευθερίας, και κατά τούτο ενέπνευσε τον νεώτερο κόσμο, αρχής γενομένης από τη μετάβασή του από τη φεουδαρχία στον ανθρωποκεντρισμό, που, κατά τον Κοντογιώργη, είναι κατ’ εξοχήν έργο του ελληνικού κοσμοσυστήματος.

Μέσα στο πέρασμα του χρόνου, και ιδίως στη διάρκεια της οικουμενικής φάσης του ελληνικού κοσμοσυστήματος, η έννοια του έθνους θα εξελιχθεί, θα ενσωματώσει διάφορα στοιχεία, συνακόλουθα με τις μεταμορφώσεις του ελληνισμού και τον ρόλο του στην Ιστορία, θα γίνει δε χωνευτήρι των εθνοτήτων οι οποίες έρχονταν σε επαφή μαζί του, χωρίς να τις καταργεί. Στο πλαίσιο αυτό, το ελληνικό Έθνος, κατά τον συγγραφέα, θα οικειοποιηθεί την «ρωμιοσύνη» και τον «Χριστιανισμό».

Ο Χριστιανισμός θα αποτελέσει αντικείμενο οικειοποίησης από τις ελληνικές κοινωνίες και θα εγγραφεί ως συστατικό στοιχείο της ταυτότητάς τους. Συνεκτική σταθερά αυτής της σύνθεσης θα αποτελέσει η ελληνικότητα, την οποία τροφοδοτεί η γλώσσα, στην οποία αποτυπώνεται η Παιδεία και ο ανθρωποκεντρικός τρόπος του βίου. Η Ορθοδοξία αποτελεί την ελληνική εκδοχή του Χριστιανισμού, με την ενσωμάτωσή της στο ελληνικό ανθρωποκεντρικό κεκτημένο. Μέσα από τους χριστιανικούς συμβολισμούς επιβιώνει ολόκληρη η αρχαία ελληνική αντίληψη για τη θρησκεία. [ ]

Σταματώ εδώ τη συνοπτική σταχυολόγηση των απόψεων του Γιώργου Κοντογιώργη, που νομίζω ότι απαντούν σε μερικά από τα κρισιμότερα ερωτήματα που θέτει η παρούσα διαμάχη. Και οφείλω να επισημάνω ότι αποτελούν ένα μικρό, αν και καίριο, μέρος της συνολικής άποψης του συγγραφέα, ο οποίος μας αποκαλύπτει τη σημασία και το μέγεθος μιας κρυμμένης ουσιαστικά αλήθειας, που για μας τους Έλληνες έχει, ειδικά σήμερα, ζωτική σημασία. Μιας αλήθειας που θα έπρεπε να είναι θεμέλιο αυτογνωσίας και πυξίδα εθνικής ανασύνταξης και πορείας. Ένα είναι το συμπέρασμα της ανάγνωσης αυτής του ελληνισμού: Ότι εισήλθε στη νεώτερη εποχή οπισθοδρομώντας ανθρωποκεντρικά –δηλαδή από την άποψη του κεκτημένου των ελευθεριών–, προτάσσοντας όχι το επιχείρημα της προόδου αλλά του εξευρωπαϊσμού. Το ζήτημα δεν ήταν προφανώς να μην οδηγηθεί ο ελληνισμός στον νεώτερο εθνοκεντρικό κόσμο, αλλά να διατηρήσει το ανθρωποκεντρικό του κεκτημένο και την ηγέτιδα θέση που κατείχε στον κόσμο, παρόλο που τελούσε υπό συνθήκες εθνικής ομηρείας στους Οθωμανούς. Αντί όμως να απελευθερωθεί εθνικά και να ενσωματώσει, ως εκ τούτου, τις ανθρωποκεντρικές (ελευθεριακές, δημοκρατικές κ.λπ.) του κατακτήσεις, ο ελληνισμός περιήλθε στην κυριαρχία ενός εθνικού κράτους κατοχής, που, όχι μόνο δεν ενδιαφέρθηκε πραγματικά για την εθνική ολοκλήρωση, με ελάχιστες εξαιρέσεις, αλλά και διακατέχονταν από την αποκλειστική αγωνία να διατηρήσει την ελληνική κοινωνία σε κοινωνική και πολιτική ομηρία.

Αυτός είναι και ο λόγος που οι γνωστές-άγνωστες πονηρές δυνάμεις που βασίζονται στην αμάθεια και την αφέλειά μας κατάφεραν να επιβάλουν στην κοινή γνώμη και στην Πολιτεία τις απόψεις εκείνες που εξυπηρετούν τα συμφέροντά τους και που στηρίζονται στη συστηματική καλλιέργεια του συνδρόμου της κατωτερότητας του σύγχρονου Έλληνα απέναντι στην ανωτερότητα των ξένων, που εκπροσωπούν ποικιλοτρόπως. Όπως λένε, και με το μαστίγιο και με το καρότο. Σήμερα είναι φανερό ότι τα καρότα είναι τόσο άφθονα, ώστε η γενίκευση της χορτοφαγίας τείνει να μας μεταβάλει σε μηρυκαστικά. Εάν υπάρχουν ακόμα πολίτες που έχουν συνειδητοποιήσει τον κίνδυνο αλλά και την ντροπή από την ολοκληρωτική μετατροπή των Ελλήνων σε ζώα ελεύθερης βοσκής, ας αντιδράσουν όσο είναι καιρός...

Έχω πει και άλλοτε ότι οι Δυτικοευρωπαίοι μάς μεταχειρίστηκαν σύμφωνα με τα συμφέροντά τους. Έτσι, άλλοτε μας βοήθησαν και άλλοτε μας χτύπησαν. Αν το δει κανείς από τη σκοπιά τους, είχαν δίκιο, γιατί πάνω απ’ όλα έβαζαν την χώρα τους και μετά τους άλλους. Εκείνο που δεν καταλαβαίνω είναι η στάση ορισμένων δικών μας, που δένονται με τον ένα ή τον άλλο, είτε αυτοί είναι πολιτικοί είτε διανοούμενοι. Ότι θα πρέπει να εκτιμάμε τα θετικά που έχουν οι ξένοι, είναι αυτονόητο. Και όχι μόνο να τα εκτιμάμε αλλά κι ακόμα να τα θαυμάζουμε (όσα και όποια είναι άξια σεβασμού) και να προσπαθούμε να επωφεληθούμε απ’ αυτά. Δίχως όμως να γινόμαστε δορυφόροι του ενός ή του άλλου, ειδικά σε θέματα εθνικής πολιτικής, είτε σε ζητήματα ιδεών, διανόησης και Τέχνης.

Για να μπορέσουμε όμως να το κάνουμε αυτό, πρέπει να διαθέτουμε το δικό μας εθνικό έρεισμα, εκτόπισμα και βάρος, που να κρατά σταθερά, ώστε να μη γινόμαστε, στο πρώτο αεράκι που θα φυσήξει, άβουλοι, απρόσωποι χαρταετοί στα χέρια των ξένων. Δεν βαρεθήκαμε πια να ακολουθούμε τυφλά πότε τον ένα και πότε τον άλλο και στο τέλος να εισπράττουμε καρπαζιές; Είτε να αναμασάμε τις ιδέες του ενός, τις απόψεις του άλλου και τα θέσφατα ενός τρίτου, βασικά Ευρωπαίου, και μάλιστα για θέματα που μας αφορούν, όπως είναι η εθνική μας καταγωγή και η πολιτιστική μας ταυτότητα; Ή το δικαίωμα να πιστεύουμε ότι η Ελλάδα υπάρχει πριν την Επανάσταση; Κι ότι τέλος, υπάρχουν τεκμήρια που δεν δέχονται καμιά αμφισβήτηση, όπως η συνέχεια του Ελληνισμού μέσω της Ελληνικής γλώσσας, που φυσικά όσοι την μιλούσαν δεν μπορεί παρά να ήταν Έλληνες, έστω και κατά την παιδείαν, όπως πίστευε ο Ισοκράτης;

Ας πω, έστω, ότι αυτός υπήρξε ο μεγάλος νεοελληνικός μας μύθος (όπως οι Μύθοι οι πλαστουργοί που προανέφερα), στον οποίο οφείλεται ό,τι καλό έγινε έως σήμερα στην πατρίδα μας.

Εάν, όπως ισχυρίζονται, δεν υπήρχε Ελλάδα πριν το ’21, τότε ποιοι έκαναν την επανάσταση; Τι ήταν ο Ρήγας Φεραίος, ο Κοραής, ο Διονύσιος Σολωμός και τόσοι άλλοι; Ποια γλώσσα μιλούσαν και τι πίστευαν οι ίδιοι για την συνέχιση της Ελληνικότητας και του Ελληνικού Έθνους;

Σ’ αυτούς τους άξονες πιστεύω ότι θα πρέπει να εστιασθεί η εκπαιδευτική μας προσπάθεια, προκειμένου οι νέες γενιές να αποκτήσουν τα ηθικά κυρίως ερείσματα που θα τους κάνουν μεθαύριο ολοκληρωμένους πολίτες, έτοιμους να αντιμετωπίσουν την θύελλα της παγκοσμιοποίησης από θέση ισχύος, που μπορεί να τους χαρίσει μόνο η αίσθηση ότι ανήκουν στον δικό τους κορμό, με τις δικές τους ρίζες και ιδιαιτερότητες. Με τη δική τους ταυτότητα, του ολοκληρωμένου Έλληνα, που είναι έτοιμος να αντιμετωπίσει ισότιμα τους άλλους, σε μια διεθνή συγκυρία που απειλεί να ισοπεδώσει τα πάντα, ξεκινώντας από τις πολιτισμικές και εθνικές ιδιαιτερότητες, ώστε όλοι και όλα να μεταβληθούν σε μια άμορφη και άβουλη μάζα στη διάθεση των ισχυρών της Γης.

Αθήνα, Απρίλιος 2007

Greece: An Island of Faith

An Island of Faith

By Israel Shamir


I write on a balcony overlooking the azure sea and a fresh red rose shares my company with a few cats. Mt Athos, this green wooded island stretching into Aegean Sea, an independent Christian nation under Greek protectorate, home to twenty massive abbeys is a tranquil paradise; the place where hundreds of monks and thousands of lay pilgrims pray to Lord, work the land, grow heavy olives and red apples.

Mt. Athos

Esoteric Orthodox Christianity is a well hidden secret of Greece – people are aware of Zorba the Greek and of sunny islands, but if they would know they would come here with their spiritual search, not to Sufis or Zen Buddhists; as besides being wonderful this faith is easier accessible for a Westerner. The monks are learned men; some hail from Australia and Russia, France and Palestine. The abbot Vasileios studied in Lyon; he appreciates Pindar and Dostoyevsky.

This is a good place to recognise an unknown victim of the Iraqi war: Christianity. Its reputation is besmirched by people who take the name of Christ – and of fundamentalism – in vain. From the NY Times to the FrontPage magazine, various Judaic publications provide an outlet for anti-Muslim rant, for calls to war in the name of Conflict of Civilisations. As the result, some Muslims began to answer by counter-attacking Christianity; and the European and American youth learns to think of their faith as of danger to mankind. However, this victim is innocent: true Orthodox Christendom, as fundamentalist as it can be, firmly rejects the creed of Mammon and the US war on Islam.

Fundamentalist is one who follows the traditional teaching of the Church. The sacred texts have no meaning outside of tradition. The adversaries try to appeal to the texts by taking them out of tradition, but the tradition is alive and it can’t be deconstructed into composite elements, de-contextualised and used at will; the elements can be understood in context only, being fully contextualised by Church tradition.

There are no stricter fundamentalists than the monastic community of Mt Athos in Northern Greece, where I write these words. Athos is a great reservoir of spirit, and many people come to partake of its waters. (Charles, the Prince of Wales stays in an abbey, too.) The monks keep the fire of Christian faith as it was kindled by Christ and his apostles. They do not expect their salvation will come from Jews, as it already came in the person of Christ. They feel no need to seek Rupture for they were given a plan of their own: to try and bring the Second Coming by means of prayer and spiritual enlightenment. For them, the Second Coming is the mystic experience of seeing Christ in his glory, and it is attainable by divine grace. The church is a device that helps believers to see Him. She also guards the believer from being misled by cunning sophisms and subterfuge.

The roots of the Greek Church go beyond the first mission of St Paul to Athens, for he recognised the religious zeal of the Hellenes. They did not need to be converted, but enlightened. Simone Weil wrote of Hellenic premonitions of Christ so apparent in the Iliad. In her view, the Greeks were Christians before Christ; and their influence on Christianity was paramount. Even today, Greeks are devoted to Christ, to His Mother and to their own Mother Church, the ancient Orthodox Church established by SS John and Paul.

Their church stays out of politics, but exercises moral influence. Guided by her church, Greece does not participate in the Iraqi war, her sons do not die on the streets of Baghdad; and this most religious, most Christian nation shares the view of good Muslims and ours, that the world including Greece is threatened - not by Islamic terrorism, but by the US fight against terrorism. Greece is a rare place where a Western dissident feels spiritually at home, as your average Greek thinks the thoughts known to rare Western intellectuals, readers of Chomsky and Baudrillard. Their immensely popular Archbishop Christodoulos correctly stated that terrorism is caused by the “injustice and inequality that pervades the world.”

In The Wall Street Journal, a Zionist Greek Takis Michas, in a piece called Is Greece a Western Nation?, complains that only 10% of Greeks think that Greece should give military support to the US in its attack “against states harbouring terrorism”; majority thinks that Osama bin Laden is a creation of CIA propaganda. The Zionist concludes with horror: “Such views seem to have more in common with public opinion in Cairo or Damascus than in Berlin or Rome.” So much for the silly concept of conflict between Christendom and Islam promoted by these guardians of the Christian faith, the Wall Street Journal and the New York Times!

Theodorakis and Shamir,
in Athens 2004

As opposed to the West, the Greeks knew neither hatred nor fear of Jews. They saved many of their Jews during the German occupation, and treated them fairly. As they had their own national church, they did not transfer their spiritual values to Jews for safekeeping; and thus had no reason to bewail the loss of them. Where is no guilt, there is no fear, either. The renowned Greek composer Mikis Theodorakis was sarcastically asked by his Israeli interrogator whether, in his view, the Jews pull the strings from behind George Bush. He dashingly answered:

“No. They are in the front.” “America, the great superpower, is actually controlled today by the Jews?” – asked the inquisitor before pronouncing his verdict. “Yes”, replied Mikis, the man who has more Jewish friends than an average American.

Where is no fear of Jews, there is no automatic support for the US, either, and Theodorakis’ view that “the root of evil today is the policy of President Bush” rather than the Muslim world is shared by many Greeks. Greeks know Muslims not from books – they lived in close quarters with them for a millennium. They are aware that their long and troubled relationship with their Turk neighbours reached its nadir under the anti-Islamic rule of Mustafa Kemal Ataturk, while Islamic Sultan Selim the Grim spent a fortune restoring the monasteries of Athos. Muslim communities are well integrated in Greece, as the national church is quite tolerant to religious minorities and to its big non-religious population.

Now, both the Greek Left and the Greek Right are united in their rejection of the Judeo-American drive to conquer the East, to enforce multiculturalism and to separate the Church and the State. They support the Palestinians and wish the Jews to come to their senses. They are a good example for US fundamentalists. Indeed, Greece is the proof that fundamentalist Christianity is not that of George Bush, and that the alternative to him is not monopolised by the First Lesbian Synagogue of New York.

In his ‘thought police’ report in the Wall Street Journal, Takis Michas describes the sins of the Greeks: “in the 1980s, they harboured organizations perceived as terrorist in the West, and opposed the Reagan administration's deployment of Cruise and Pershing missiles in Europe. Following the collapse of communism in Eastern Europe, the anti-American narrative came to be adopted by the political Right. American policies in Bosnia and Kosovo were widely seen as aiming to destroy the church, while the overthrow of Slobodan Milosevic - celebrated all over the world - was seen as a CIA plot.”

Michas’ report on Greeks appeared soon after the much-anticipated book by Diana Johnstone, Fools' Crusade: Yugoslavia, NATO and Western Delusions which demolished the faked “evidence” of Serb atrocities in Kosovo. Today we know that the world had no reason to celebrate the overthrow of Milosevic – or indeed, of Saddam Hussein. But the Greeks understood this earlier, when it was the opinion of only a small enlightened minority in the West. How come -- why were the Greeks better than the Western intellectuals at recognising these media lies for what they were?

The reason, in my view, is the traditional character of the Greek Orthodox Church and of its connection to the people and to their state. Separation of Church and state, this much vaunted accomplishment of the French revolution and even more of the US founding fathers, cut off the anchors of the Western society and it drifted straight towards the rocks. While in France the national Catholic Church still occupies an important and exclusive place, the US, the country without a state church, became a victim and a servant of Mammon. The small, independent churches of the US had no ability to form the mind of the nation; they competed for an outlet in the Jewish-owned media; they were forever threatened by tax authorities; they broke with tradition and became prey for the wolves.

This absence of one church further undermines the underlying concept of unity-in-God, elaborated by T S Eliot in The Christian Idea of Society (1939). People live together united by an idea; this idea may (or indeed should) be their common worship and uniting communion. This need for one national church that unites its people by a single communion was manifested in Eliot’s decision to remain a member of the national Anglican Church while adhering to the Catholic dogma. In Palestinian context, Eliot would prefer an ‘Islamic state’ to a secular one.

The US was a first experiment of a large scale: what will happen to a society that is built on the pursuit of profit, instead of on the rock of faith. The fathers-founders could read the story of the Chinese sage Mencius (372-289 BC). He went to see the King Hui who said: “Old man, since you dared the distance of 1000 li to come here, you may know of a way to profit my state.” Mencius replied: “why should you ever mention the word ‘profit’? What counts is benevolence and righteousness. If the King says ‘How can I profit my country?’ the high officials will say, ‘how can we profit our fiefs?’, and the intellectuals and the commoners will say: ‘How can we profit ourselves?’ If the upper and lower classes strive to snatch profit one from another, the state will be endangered.”

Indeed, this is what happened in the US, and under its influence it increasingly happens elsewhere. Whether nationalist or socialist constructs were far from perfect, they offered some semblance of solidarity, denied by profit-seekers. But Greece convinced me: none could improve on the national church, which is fully national and fully integrated in the ring of churches.


Μεταφραση(κλικ)




Σάββατο 1 Δεκεμβρίου 2007

Πολυτεχνείο...

Θα πρέπει κάποτε να μας απασχολήσει ένα κρίσιμο ερώτημα: γιατί η Ελλάδα δεν έχει πλέον φημισμένα, ανταγωνιστικά ΑΕΙ; Μια καλή αφορμή είναι ο εορτασμός των 170 ετών από την ίδρυση του Μετσόβιου Πολυτεχνείου, το οποίο κάποτε τροφοδοτούσε τη χώρα με καλά καταρτισμένους νέους που είχαν το μεράκι και την όρεξη να κτίσουν και να ξανακτίσουν την Ελλάδα. Σήμερα, το ΕΜΠ, όπως χαρακτηριστικά τονίζει ο πρύτανής του, ταλανίζεται από τις μεγάλες παθογένειες που εγκλώβισαν τα ΑΕΙ μας στην μετριότητα και τη μιζέρια. Εχουμε νέους με κέφι, έχουμε καλά μυαλά, το μόνο που μας λείπει είναι να αποκτήσουμε ξανά ΑΕΙ του επιπέδου τού πάλαι ποτέ φημισμένου ΕΜΠ. (Καθημερινή 1/12/07)

Καλά μας τα λέει ο κύριος πρύτανης. Δεν τολμάει να μας πει πως και γιατί το Πολυτεχνείο κατάντησε από κραταιό ίδρυμα σε αυλή των θαυμάτων. Διαβάζοντας το σχόλιο σχηματίζει κάποιος την εντύπωση ότι το Πολυτεχνείο από μόνο του πήρε την απόφαση να εγκλωβιστεί στην "μετριότητα και την μιζέρια". Γιατί δεν μας λέει με θάρρος ποίος και τι φταίει! Δεν μας είπε τίποτα που δεν το ξέρουμε. Μία βόλτα στην Πατησίων είναι αρκετή Το ζητούμενο είναι. Έχει συγκεκριμένες προτάσεις πέραν από ένα στείρο ευχολόγιο;