Γιώργος Κοντογιώργης
Οι μεγάλοι στοχαστές του 20ου αιώνα είχαν ταξινομήσει τους διανοουμένους ανάλογα με την εγγύτητα του επιχειρήματός τους στο σύστημα: στη μια άκρη, οι απολογητές του και στην άλλη οι θιασώτες της επανάστασης, με ενδιάμεσο κρίκο τους κριτικούς μεταρρυθμιστές.
Στην Ελλάδα, μετά τη δικτατορία, η πλέον ενεργός διανόηση συντάχθηκε με την πέραν του Πασοκ Αριστερά, διατυπώνοντας έναν άκαμπτο πολλές φορές κριτικό και μάλλον ασυμβίβαστο λόγο απέναντι στο σύστημα. Το ενδιαφέρον του λόγου αυτού, ωστόσο, είναι ότι συνδυάστηκε με τη διακίνηση ενός μαχητικού πατριωτισμού που υπαγορευόταν βασικά από την «επιστημονική ορθότητα» της δυτικότροπης ερμηνείας της ιστορίας και του κοινωνικού γίγνεσθαι της εποχής μας. Η ελληνική κοινωνία, στα μάτια της ελληνικής διανόησης, ήταν το «κατακάθι» της ευρωπαϊκής εξέλιξης. Το προοδευτικό της στίγμα εμπνεόταν από το επιχείρημα του «κομπραδορισμού» και της υπανάπτυξης, καταλήγοντας πάντα στην ενοχοποίηση της ελληνικής κοινωνίας για την πελατειακή της πώρωση. Δεν έφταιγε, με άλλα λόγια, η ελληνική πολιτική τάξη για τις παλινωδίες της. Η κοινωνία ακύρωνε τις όποιες προσπάθειές της να προωθήσει μεταρρυθμίσεις, ακόμη και απλού εκσυγχρονιστικού τύπου.
Η ερμηνευτική αυτή επιλογή ήταν προφανώς πραγματολογικά αδιέξοδη και κυρίως δεν είχε καμιά σχέση ούτε με μια αριστερή οπτική, όπως νομιζόταν, ούτε πολύ περισσότερο με ένα προοδευτικό στίγμα. Ήταν επομένως θέμα χρόνου, η αναζήτηση μιας νέας «αιτιολογικής» θεμελίωσης του ερμηνευτικού της διαβήματος, την οποία της πρόσφεραν απλόχερα οι ραγδαίες εξελίξεις που σημειώθηκαν από τη δεκαετία του 1990. Ώστε, η στροφή της αριστερής διανόησης προς ένα καθαρά νεοφιλελεύθερο εκσυγχρονιστικό πρόταγμα, ικανό να αντισταθμίσει τον, κατά τη γνώμη της, «παρασιτικό» χαρακτήρα της ελληνικής κοινωνίας, ανταποκρινόταν πλήρως στο κοινωνικό της διαμέτρημα και ιδίως στην αδυναμία της να αρθρώσει έναν πρωτότυπο, δηλαδή συνακόλουθο προς την ελληνική πραγματικότητα, επιστημονικό ή ιδεολογικό λόγο.
Η συγκυρία για να εκφρασθεί συγκεκριμένα η στροφή αυτή είχε προετοιμαστεί κατά τη μετα-κοσκωτική περίοδο του Ανδρέα Παπανδρέου, ξεπεράστηκε όμως πλήρως κάθε αναστολή την περίοδο Σημίτη. Το πρόταγμα του «εκσυγχρονισμού» και το βάθεμα της κρίσης του διεθνούς σοσιαλιστικού κινήματος, αποτέλεσαν το άλλοθι για τη μαζική μετεγκατάσταση της αριστερής διανόησης στο κράτος. Από ασυμβίβαστος κριτής του, μέχρι πριν λίγο, μεταβλήθηκε σε αδέκαστο απολογητή του εκσυγχρονιστικού νεοφιλελευθερισμού και, μάλιστα, σε θεραπαινίδα των πολιτικών του επιλογών.
Η τελευταία αυτή επισήμανση έχει μια πρόσθετη ιδιαιτερότητα. Η ελληνική αριστερή διανόηση δεν λειτούργησε ως απλός απολογητής του «σημιτείου» προτάγματος. Χρησιμοποίησε το κράτος ως πρυτανείο σίτισης, ως όχημα συμμετοχής στην αναδιανομή του οικονομικού του πλεονάσματος, λαιμάργησε χωρίς αιδώ, χωρίς καμία ηθική αναστολή ή ευαισθησία απέναντι στην κοινωνία που τους πίστεψε. Σημαίνοντες εκπρόσωποί της κατέλαβαν σωρηδόν αξιώματα, συσσώρευσαν αποδοχές εκατομμυρίων, δημιούργησαν αποκλεισμούς ή διέβαλαν τους μη συνοδοιπόρους, κινήθηκαν κατά τρόπο προκλητικό στο παρασκήνιο, σταυλίστηκαν στο περιβάλλον των πλέον σκοτεινών μεντιοκρατόρων, προσφέροντάς τους πολυ-ποίκιλες υπηρεσίες νομιμοποίησης κλπ. Όλα αυτά τα χρόνια, ουδείς εξ αυτών διέκρινε στοιχεία διαπλοκής της «σημιτικής» εξουσίας (με τους μεντιοκράτορες κ.α.), εύλογα αφού ήσαν ομοτράπεζοι και συγκατανευσιφάγοι. Είναι θαυμαστή η ευκολία με την οποία αποκαθήλωσαν την εικόνα που χρόνια τώρα φιλοτεχνούσαν δαπάναις της αριστεράς. Το «κροτούν νόμισμα» της ανταμοιβής τους αποδείχθηκε ισχυρότερο από τον κρότο των ερινύων που έσερναν τον πυρρίχιο χορό. Φυσικά, δεν υπάρχει λόγος να απευθύνει κανείς μομφή στην τότε ηγεσία του Πασόκ, διότι ορθώς από την πλευρά της διέγνωσε ότι η συνδρομή της αριστερής διανόησης της ήταν πολύτιμη για τη νομιμοποίηση της «νέας πολιτικής» που σχεδίαζε να ακολουθήσει, κυρίως όμως για την εικονογράφηση του προφίλ της.
Η απροσχημάτιστη αυτή συμμετοχή της αριστερής διανόησης στη νομή του κράτους, με δόλωμα τον εκσυγχρονισμό του, μπορεί να χαρακτηρισθεί σταθμός στην πνευματική πορεία της χώρας. Όχι τόσο διότι αποκαλύπτει το κενό πνευματικής αυτονομίας και την τραγική ρηχότητα της άρχουσας αριστερής διανόησης αλλά κυρίως επειδή μέλη της δεν δίστασαν να γίνουν καλοί φορείς ή συνήγοροι της διαφθοράς, όπως φανερώνει η εμπλοκή τους σε σκάνδαλα δισεκατομμυρίων ή η αλληλεγγύη τους στις «πνευματικές» ακρίδες που λεηλάτησαν το δημόσιο (η περίπτωση του Παντείου είναι εξόχως ενδεικτική). Άλλοι, πιο ολιγαρκείς, επιδόθηκαν στο άθλημα της λαφυραγώγησης του δημοσίου μέσα από μια άνευ προηγουμένου βουλημιτική θεσιθηρία.
Θα είχε ενδιαφέρον να έδινε η κυβέρνηση στη δημοσιότητα τα ονόματα όσων (καθηγητών, δημοσιογράφων κλπ) ανέλαβαν θέσεις εξουσίας –και πόσες έκαστος– ή δήθεν μελέτες και έρευνες από διάφορα υπουργεία και οργανισμούς. Θα διαπιστωνόταν αβίαστα ότι όλοι τους, σχεδόν, ανήκουν στη ιδιαίτερη κατηγορία της αριστερής διανόησης που λειτούργησαν ως άμεσοι παρακοιμώμενοι (ή φίλοι των παρακοιμωμένων) της πρωθυπουργικής κλίνης, και ως θεράποντες, εκ του σύνεγγυς, του «σημίτειου» εκσυγχρονισμού. Η διαπίστωση αυτή γίνεται προκλητικότερη αν αναλογισθεί κανείς ότι την ίδια στιγμή πνευματικοί άνθρωποι διεθνούς βεληνεκούς ήσαν άγνωστοι για τις υπηρεσίες του κράτους. Η ξετσιπωσιά αυτή του «εκσυγχρονισμού» φάνηκε στο τέλος, όταν βλέποντας πως ολοκλήρωνε τον κύκλο του, φρόντισε να περιβάλει με εγγυήσεις ανεξαρτησίας τα στελέχη της, στο όνομα της «διαφάνειας» (!), ενώ δεν είναι λίγες οι περιπτώσεις που έσπευσε στο μέσον της προεκλογικής περιόδου να καλύψει επιτελικές θέσεις με δικά του παιδιά (π.χ. στη Βουλή από τον απερχόμενο Πρόεδρό της, τον Απ. Κακλαμάνη).
Στην Ευρώπη, τα τελευταία χρόνια, η αριστερή διανόηση μετακινήθηκε, επίσης, προς το κέντρο ή και τη δεξιά. Έχει γραφτεί ότι πολλοί από τους ηγέτες του γαλλικού Μάη του ‘68 εναγκαλίστηκαν την πολιτική εξουσία, εξαργυρώνοντας τη συμμετοχή τους με φιλελεύθερες ή, έστω, κεντρομόλες τοποθετήσεις. Στην Ελλάδα, το άλμα της αριστερής διανόησης ήταν χαοτικό. Σημαίνοντα μέλη της διέσχισαν με θαυμαστή ευκολία τη διαχωριστική γραμμή της διανόησης, συναντήθηκαν με τον κατεστημένο αντίπαλο στο πεδίο της «αναδιανομής», ως συγκατανευσιφάγοι κι όχι ως απλοί απολογητές του συστήματός του. Από αρνητές ή, εν πάση περιπτώσει, κριτικοί παραστάτες του κατεστημένου, έγιναν ομοτράπεζοι συμποσιαστές. Ξεπέρασαν δηλαδή και αυτόν το ρόλο του οργανικού διανοούμενου για να μεταβληθούν σε οργανικούς νομείς του δημόσιου χώρου.
Ο εκμαυλισμός των διανοουμένων της Αριστεράς μπορεί να καταγραφεί ως το μέγιστο επίτευγμα του «σημιτικού» εκσυγχρονισμού. Όμως η διαθεσιμότητά τους είχε από καιρό ωριμάσει μέσα από την αδιέξοδη κενότητα της σκέψης τους και την υπο-κοινωνική τους κουλτούρα. Η σίτιση τους στο κρατικό πρυτανείο έγινε τελικά με τους όρους, με τους οποίους οι ίδιοι επιχείρησαν να ερμηνεύσουν την ελληνική κοινωνία. Έγινε δηλαδή ό,τι και με τη σκέψη του Μαρξ: Βοήθησε με βεβαιότητα τους θεράποντες του καπιταλισμού, προκειμένου να κατανοήσουν και, σε τελική ανάλυση, να ηγεμονεύσουν στο σύστημα. Οίκοθεν νοείται ότι δεν είναι ο Κώστας Σημίτης, ως πολιτικός ηγέτης, που τους διέφθειρε, που τους οδήγησε στην «ακολασία», ήσαν οι ίδιοι έτοιμοι από καιρό, λόγω του αδιεξόδου του ιδεολογικού και επιστημονικού τους έρματος, να στρατευθούν στο άρμα του κράτους. Άλλωστε, όπως αποκαλύπτεται εμφανώς από τη στράτευσή τους στο νέο ιδεολόγημα που υποκρύπτει ο ευφημισμός της «κοινωνίας πολιτών», η επάνοδός τους στη σταθερά της αποστροφής της ιδέας για μια ενδεχόμενη συμμετοχή του σώματος της κοινωνίας στα πολιτικά δρώμενα, με το επιχείρημα ότι είναι ανώριμη και εγωιστική στις προθέσεις της, αξιολογείται ως απολύτως φυσιολογική. Όπερ μεθερμηνεύεται, στο λόγο των συγκατανευσιφάγων της αριστερής διανόησης, ο λαός φταίει που αυτοί λαιμάργησαν! Ας μη τους άφηνε και ιδίως ας μην τους πίστευε...
Απ’ το βιβλίο: Μ. Θεοδωράκης - Γ. Κοντογιώργης, Ελληνικότητα και "διανόηση", Εκδόσεις IANOS
Πρωτοδημοσιεύθηκε στο ΑΝΤΙ,
http://lomak.blogspot.com/2009/12/blog-post_29.html