Στο πλευρό του Αρχιεπισκόπου ο Μ.Θεοδωράκης, με αφορμή το βιβλίο Ιστορίας
29/03/07 19:20
Αθήνα Σύμμαχο στο πρόσωπο του Μίκη Θεοδωράκη βρήκε ο αρχιεπίσκοπος Χριστόδουλος, με αφορμή τις συζητήσεις για το βιβλίο Ιστορίας της Στ' τάξης του Δημοτικού.
«Έχουμε δύο μεγάλους θεσμούς στην Ελλάδα. Του Προέδρου της Δημοκρατίας και του αρχηγού της Ελλαδικής Εκκλησίας. Επαναστατώ όταν βλέπω ότι υπάρχουν άνθρωποι, οι οποίοι δεν σέβονται αυτούς τους θεσμούς. Όταν μιλάς για τον Πρόεδρο της Δημοκρατίας ή τον αρχηγό της Εκκλησίας, πρέπει πρώτα να πλένεις το στόμα σου» είπε χαρακτηριστικά.
«Πρέπει να σεβόμαστε τους θεσμούς. Πρέπει να σέβεσαι τους θεσμούς για τους οποίους πεθάναμε εμείς. Αυτοί σήμερα που δεν σέβονται απολαμβάνουν τους καρπούς των δικών μας θυσιών. Εγώ δεν είμαι κάποιος άγνωστος και έχω το δικαίωμα να κάνω τέτοια κριτική. Ας έρθει ο οποιοσδήποτε να με αντικρούσει» συνέχισε.
Αναφερόμενος στους επικριτές του κ. Χριστόδουλου, ο Μ.Θεοδωράκης υποστήριξε πως αντί να αντικρούσουν τις απόψεις του με επιχειρήματα, τον αντιμετωπίζουν με «κραυγές και αναθέματα λάσπης» και «τον χτυπούν, αμφισβητώντας το δικαίωμά του να έχει γνώμη, όπως έχει ο κάθε πολίτης».
Ο Μ.Θεοδωράκης στράφηκε και κατά των συγγραφέων του βιβλίου Ιστορίας της Στ' τάξης του Δημοτικού, επικρίνοντας το περιεχόμενό του.
«Ακόμη και ο Βελουχιώτης έβαζε στη σειρά τους αγωνιστές και έμπαιναν στα χωριά με την ελληνική σημαία, και αφού τους μιλούσε για τον αγώνα, τους καλούσε όλους να μπουν μέσα στην Εκκλησία. Και μπροστά σε όλους τους κατοίκους του χωριού και τους αντάρτες, παρακαλούσε τον παπά να ευλογήσει τη σημαία και τον αγώνα τους. Αυτοί ήταν επαναστάτες. Ποιοι είναι αυτοί οι σημερινοί που λένε ότι είναι προοδευτικοί; Τι σχέση έχουν αυτοί με όλα αυτά;» είπε χαρακτηριστικά.
«Τους πειράζει η 25η Μαρτίου. Γιατί όμως; Γιατί οι ελευθερωτές μας ήταν οι φουστανελάδες, τους οποίους κατηγορούν ως αγράμματους. Αυτοί όμως μας απελευθέρωσαν. Είναι μύθος, λένε, ο Παλαιών Πατρών Γερμανός. Δεν κρατούσε, υποστηρίζουν, με το ένα χέρι ο Κολοκοτρώνης την ελληνική σημαία και με το άλλο τον Σταυρό και δεν ευλογούσε η Εκκλησία τη σημαία. Αυτά είναι γι’ αυτούς αντιδραστικά. Και δεν πρέπει να τα ξέρουν τα παιδιά μας. Γι' αυτό πρέπει, κατ’ αυτούς, να φύγει από την εθνική μας μνήμη η 25η Μαρτίου» συνέχισε.
Σύμφωνα με τον ίδιο «πρέπει να έχουμε βάσεις και ρίζες, να είμαστε περήφανοι για τη γενιά μας, για την πατρίδα και το έθνος. Γι' αυτό το καταπληκτικό πάντρεμα της ουσίας της ελληνικότητας με την ουσία του Χριστιανισμού. Δεν ξέρουν όμως όλοι αυτοί τι σημαίνει Ορθοδοξία. Λένε ότι δεν υπήρχε Κρυφό Σχολειό. Μέσα όμως στις εκκλησίες οι παπάδες διάβαζαν τα Ευαγγέλια, τα οποία ήταν γραμμένα στα ελληνικά».
Οι παραπάνω δηλώσεις έγιναν την Πέμπτη, στη διάρκεια συνέντευξης Τύπου με αφορμή την παρουσίαση της μουσικής του σύνθεσης για το έργο του Αγίου Ιωάννου του Δαμασκηνού Ακολουθία εις Κεκοιμημένους, την Παρασκευή (ώρα 7 μ.μ.) στον Καθεδρικό Ι. Ναό Αθηνών.
Αυτό το κείμενο εκτυπώθηκε από το in.gr,
στη διεύθυνση http://www.in.gr/news/article.asp?lngEntityID=791107&lngDtrID=253
κάνε κλικ στη σελίδα μου για το θέμα του Μίκη.
ΑπάντησηΔιαγραφήκαλημέρα!
«Οι 'Ελληνες πήραν τον άνθρωπο και τον έστησαν στα πόδια του»
ΑπάντησηΔιαγραφή«...Γιά χιλιάδες χρόνια παλαιότεροι πολιτισμοί, όπως αυτοί των Περσών, των Ασσύριων, των Βαβυλώνιων, έβλεπαν τον άνθρωπο ως ένα απεχθές ον που σέρνονταν μπροστά σε θεότητες και δυνάστες. Οι 'Ελληνες όμως, πήραν τον άνθρωπο και τον έστησαν στα πόδια του. Τον δίδαξαν να είναι υπερήφανος. Ο κόσμος είναι γεμάτος θαύματα, έλεγε ο Σοφοκλής, αλλά τίποτα δεν είναι πιό θαυμάσιο από τον άνθρωπο.
Οι 'Ελληνες έπεισαν τον άνθρωπο, όπως ο Περικλής το τοποθέτησε, ότι ήταν δικαιωματικά ο κάτοχος και ο κύριος του εαυτού του και δημιούργησαν νόμους γιά να περιφρουρήσουν τις προσωπικές του ελευθερίες. Οι αρχαίοι Έλληνες ενθάρρυναν την περιέργεια που είχε ο άνθρωπος γιά τον εαυτόν του και γιά τον κόσμο που τον περιτριγύριζε, διακηρύττοντας μαζί με τον Σωκράτη ότι μιά ζωή χωρίς έρευνα δεν αξίζει τον κόπο να την ζούμε.
Οι 'Ελληνες πίστευαν στην τελειότητα σε όλα τα πράγματα, γι’ αυτό μας κληροδότησαν την ομορφιά, που φτάνει από τον Παρθενώνα και τα ελληνικά αγάλματα, τις τραγωδίες του Αισχύλου, του Ευρυπίδη και του Σοφοκλή, την ποίηση του Ησίοδου και του 'Ομηρου, μέχρι τα ζωγραφισμένα αγγεία ενός απλού νοικοκυριού.
Χωρίς τους 'Ελληνες μπορεί ποτέ να μην είχαμε αντιληφθεί τι είναι αυτοδιοίκηση. Αλλά, πολύ περισσότερο ακόμα και από την γλώσσα μας, τους νόμους μας, τη λογική μας, τα πρότυπά μας της αλήθειας και της ομορφιάς, χρωστάμε σε αυτούς την βαθειά αίσθηση γιά την αξιοπρέπεια του ανθρώπου.
Από τους 'Ελληνες μάθαμε να φιλοδοξούμε χωρίς περιορισμούς, να είμαστε, όπως είπε ο Αριστοτέλης, αθάνατοι μέχρι εκεί που μας είναι δυνατό...».
(The New York Times, Μάρτιος 1975)