
Η παλαιά δεξιά πέθανε. Το άξιζε. Πέθανε γιατί έζησε από τα προνόμια, την κενή ρητορική ελληνικότητα, την κενή καυχησιολογία για το ιστορικό μας παρελθόν, τα ελληνικά ιδεώδη. Ξεγυμνώθηκε εξευτελίστηκε, ακυρώθηκε ανεπιστρεπτί και πέθανε. Πέθανε γιατί δεν είχε ούτε θέληση, ούτε σχέδιο. Πριν από 35 χρόνια το να λέει κανείς ότι ήταν δεξιός, ήταν κοινοτοπία. Αλλά η πινακίδα δεν εφόφιζε κανένα. Ήταν η προϊστορία.
Η δεξιά, σήμερα, φαίνεται να έχει εξαφανιστεί. Για την ακρίβεια κανένας δεν φαίνεται να θέλει να ακούει για αυτήν. Φθάνει κανείς στο να αναρωτιέται αν υπήρξε ποτέ. Το λεξιλόγιο οι ορολογίες είναι αξιοπερίεργα διακανονισμένο. Η αριστερά είναι η αριστερά. Η άκρα αριστερά είναι αριστερά. Οι νεοδημοκράτες και οι πασόκοι παίζουν το ποιος θα υπερκεράσει τον άλλον από τα αριστερά. Η Νέα Δημοκρατία έχει φθάσει στο σημείο κάθε φορά που ψελλίζει πολιτικές θέσεις να αισθάνεται την ανάγκη να απολογείται για να μη δυσαρεστήσει το αριστερό ακροατήριο της. Κυριολεκτικά γλύφει την αριστερά συνομιλεί με τα περιτρίμματα του πεθαμένου κομμουνισμού και δεν χάνει ευκαιρία να επιτίθεται με λύσσα ιεροεξεταστή εναντίον κάθε ενός που θα τολμήσει να εκβάλλει πατριωτικό λόγο. Αγωνίζεται να πείσει τούς Ελληνες ότι είναι το κόμμα του κέντρου και ότι εκπροσωπεί τον "μεσαίο χώρο". Αλλά κέντρο ή μεσαίο χώρο ποιου πράγματος; Με ποιο πολιτικό θαύμα μία αριστερά χωρίς δεξιά μπορεί να δημιουργήσει ένα πολιτικό κέντρο, ένα μεσαίο χώρο.
Η ΝΔ έγινε μαζική. αυτοκαθησυχάζεται με την σκέψη μίας "σιωπηλής πλειοψηφίας". Δεν βλέπει πως η μάζα αυτή είναι πρώτα σιωπηλή και μετά πλειοψηφία ή μάλλον δεν είναι πλειοψηφία παρά σαν σιωπή.
Η σιωπή πρέπει να τελειώσει. Η πολιτική σήμερα μας προσφέρει το καταπληκτικό θέαμα μιας δεξιάς που δεν μπορεί να αυτοδιακηρυχθεί δεξιά χωρίς να κατηγορηθεί για "φασισμό" και μιάς αριστεράς που μπορεί, οποιαδήποτε στιγμή να αυτοαποκαλείται "σοσιαλιστική, κομμουνιστική, μαρξιστική", ισχυριζόμενη ότι τα δόγματα της δεν έχουν καμία σχέση με τον Λένιν, τον Στάλιν, τον Μάο ή τον Πολ Ποτ. Αλλά αν οι οπαδοί των διαφόρων παραλλαγών της αριστεράς δεν αισθάνονται εκτεθειμένοι από το αρχιπέλαγος των Γκούλαγκ και τα Killing Fields, δεν βλέπω τον λόγο γιατί η σύγχρονη δεξιά, που απωθεί κάθε ολοκληρωτικό πειρασμό, πρέπει να αισθάνεται ένοχη, ή να δικαιολογείται. Μπροστά σ' αυτήν την αξιοθαύμαστη αναίδεια των οπαδών ενός δόγματος, στο όνομα του οποίου εσφαγησαν εκατομμύρια άνθρωποι, στην αναίδεια των υμνητών του πατερούλη Στάλιν που "σκύβει και φυσάει την φωτιά σου ν' ανάψει" ή του "ο Στάλιν ζεί" και που παρ' όλα αυτά εμφανίζονται με ένα τριαντάφυλλο στο πέτο, ώς υπερασπιστές της ελευθερίας, η δεξιά ας απαντήσει με ένα μεγάλο γέλιο και ας συνεχίσει τον δρόμο της.
Η δικτατορία της αριστεράς σκέψης και διανόησης που επέβαλε ότι τίποτα δεν μπορεί να γίνει παραδεκτό αν δεν είναι δεμενο μαζί της πήρε τέλος. Η δεξιά με καθαρές ιδέες έχει δικαίωμα να αρνηθεί τις "αλήθειες" της μεταπρατικής αριστεράς και να τις αντιπαρατάξει με τις πιο δυνατές δικές της αλήθειες. Εκεί που υπάρχει θέληση υπάρχει ένας δρόμος.
Ο δρόμος είναι μακρύς και δύσκολος. Πρέπει η δεξιά να αντιληφθεί την ανάγκη να διακηρύξει αυτό που είναι. Να αναγνωρίσει τον κυριότερο εχθρό της, τον ισοπεδωτισμό, αρνητή και μειωτή της διαφοροποιήσεως του κόσμο και το κυριότερο να παραδεχθεί ότι τίποτα δεν είναι ουδέτερο στην ύπαρξη και ότι σε κάθε θέμα πρέπει να έχει τον λόγο της.
Ο Ηράκλειτος είπε: "ο Θεός είναι η ημέρα και η νύχτα, το θέρος και ο χειμώνας, ο πόλεμος και η ειρήνη, το ψωμί και η πείνα", ο Παράκελσος δήλωσε: "'Όλα είναι μέσα σε σένα τον ίδιο και τίποτα δεν μπορεί να σου έλθει από έξω, ούτε απο πάνω". Και αυτά εγκλείουν το να αγωνισθεί κανείς ανοικτά εναντίον μίας ψευτοδημοκρατικής, τραμπούκας αριστεράς αρνήτριας των πάντων.
Αν στη Ελλάδα σήμερα, σε μία εποχή που όλος ο κόσμος αυτοδιακηρύσσεται στ' αριστερά, ή σχεδόν, το να είναι κανείς Δεξιός, είναι ακόμη ο καλύτερος τρόπος να είναι αλλού...
ήμουν φτωχός κι έκανα τον υπηρέτη και τιμάρευα άλογα, κι άλλες πλήθος δουλειές έκανα, να βγάλω το πατρικό μου χρέος που μας χρέωσαν οι χαραμήδες, και να ζήσω κι εγώ σε τούτη την κοινωνία, όσο έχω τ΄ αμανέτι του Θεού στο σώμα μου.
Κι αφού ο Θεός θέλησε να κάμει νεκρανάσταση στην Πατρίδα μου, να τη λευτερώσει
από την τυραγνία των Τούρκων, αξίωσε κι εμένα να δουλέψω κατά δύναμη, λιγότερον από τον χειρότερο πατριώτη μου Έλληνα.
Γράφουν σοφοί άντρες πολλοί, γράφουν τυπογράφοι ντόπιοι και ξένοι διαβασμένοι για την Ελλάδα. Ένα πράμα μόνο με παρακίνησε κι εμένα να γράψω:
ότι τούτη την πατρίδα την έχομεν όλοι μαζί, και σοφοί κι αμαθείς, και πλούσιοι και φτωχοί, και πολιτικοί και στρατιωτικοί, και οι πλέον μικρότεροι άνθρωποι.
Όσοι αγωνιστήκαμεν, αναλόγως ο καθείς, έχομε να ζήσομεν εδώ.
Το λοιπόν δουλέψαμεν όλοι μαζί, να τη φυλάμε κι όλοι μαζί, και να μη λέγει ούτε ο δυνατός «εγώ», ούτε ο αδύνατος. Ξέρετε πότε να λέγει ο καθείς «εγώ»;
Όταν αγωνιστεί μόνος του και φκιάσει ή χαλάσει, να λέγει «εγώ»· όταν όμως αγωνίζονται πολλοί και φκιάνουν, τότε να λένε «εμείς».
Είμαστε στο «εμείς» κι όχι στο «εγώ». Και στο εξής να μάθομε όλοι μαζί.
Έγραψα γυμνή την αλήθεια, να ιδούμε όλοι οι Έλληνες ν΄ αγωνίζονται για την πατρίδα τους, για τη θρησκεία τους· να ιδούνε και τα παιδιά μου και να λένε:
«Έχομε αγώνες πατρικούς, έχομε θυσίες» - αν είναι αγώνες και θυσίες.
Και να μπαίνουν σε φιλοτιμία και να εργάζονται στο καλό της πατρίδας τους, της θρησκείας τους και της κοινωνίας - ότι θα είναι καλά δικά τους.»
«Είχα δυο αγάλματα» «περίφημα, μια γυναίκα κι ένα βασιλόπουλο, ατόφια - φαίνονταν οι φλέβες, τόση εντέλειαν είχαν. Όταν χάλασαν τον Πόρο, τα΄ χαν πάρει κάτι στρατιώτες, και στ΄ Άργος θα τα πουλούσαν κάτι Ευρωπαίων· χίλια τάλαρα γύρευαν... Πήρα τους στρατιώτες, τους μίλησα: Αυτά, και δέκα χιλιάδες τάλαρα να σας δώσουνε, να μην το καταδεχτείτε να βγουν από την πατρίδα μας. Γι΄ αυτά πολεμήσαμε»
«Εκεί που ΄φκιανα τις θέσεις στους Μύλους, ήρθε ο Ντερνύς να με ιδεί.
Μου λέγει:
Τι κάνεις αυτού; Αυτές οι θέσεις είναι αδύνατες·
τι πόλεμο θα κάνετε με τον Μπραΐμη αυτού;
Του λέγω:
Είναι αδύνατες οι θέσεις κι εμείς. Όμως είναι δυνατός ο Θεός που μας προστατεύει,
και θα δείξουμε την τύχη μας σ΄ αυτές τις θέσεις τις αδύνατες.
Κι αν είμαστε ολίγοι στο πλήθος του Μπραΐμη, παρηγοριόμαστε μ΄ έναν τρόπο·
ότι η τύχη μας έχει τους Έλληνες πάντοτε ολίγους. Ότι αρχή και τέλος, παλαιόθε και ως τώρα, όλα τα θεριά πολεμούν να μας φάνε και δεν μπορούνε.
Τρώνε από μας και μένει και μαγιά. Και οι ολίγοι αποφασίζουν να πεθάνουν.
Και όταν κάνουν αυτήνη την απόφαση, λίγες φορές χάνουν και πολλές κερδαίνουν.
Η θέση όπου είμαστε σήμερα εδώ είναι τοιούτη. Και θα ιδούμε την τύχη μας οι αδύνατοι με τους δυνατούς.»
«...Θεοτόκο, μητέρα του παντός, το καύκημα της παρθενίας, το καύκημα της αρετής και της αγαθότης, προστρέχομεν, οι αμαρτωλοί, οι αδύνατοι, εις την εσπλαχίαν της αγαθότης σου, να λυπηθείς τους αθώους εκείνους οπού φέρνουν την αμαρτωλή τους προσευκή ΄λικρινώς εις τον παντουργόν και εις την βασιλείαν του να τον περικαλέσεις, Θεοτόκο μου, να σηκώσει την δίκια του οργή οπού ΄χει σε μας τους αχάριστους και να φέρει πίσου την ευκή του και την ευλογία του οπού την στερεθήκαμεν από την κακία μας και ΄διοτέλεια μας και εγίναμεν η παλιόψαθα της κοινωνίας, και εγίναμεν καθώς φαινόμαστε ως την σήμερον· το έλεός του είναι άβυσσος της θαλάσσης, και τους ανόητους εμάς και τους ΄διοτελείς να μας ενώσει και να μας φωτίσει και να μας δώσει εις το εξής πατριωτικά και αγαθά αιστήματα δια την πατρίδα μας και θρησκεία μας, και πίστη καθαρά να ΄χομεν εις τον παντουργό μας και εις την βασιλείαν του, να μας σώσει εδώ και εις την παντοτινή ζωή