Αριστερά και τρομοκρατία
Η σχέση της «17 Νοέμβρη» με τον αριστερό πολιτικό χώρο στη χώρα μας έχει απασχολήσει εκτενώς τα ΜΜΕ. Για μερικούς σχολιαστές η σχέση της Αριστεράς με την τρομοκρατία είναι προφανής και άμεση είτε γιατί η πολιτική ηγεσία του ΠαΣοΚ και η στάση της Αριστεράς γενικά δυσχέραναν την εξάρθρωση της τρομοκρατικής οργάνωσης (Σ. Ζούλας, «Καθημερινή», 25.8.2002) είτε γιατί σε ένα πιο υποκειμενικό επίπεδο υπάρχει μια νοοτροπία «επαναστατικής αρνητικότητας» που συνδέει τις αριστερές δυνάμεις του Εμφυλίου με τη «17 Νοέμβρη» (Στ. Ράμφος, «Καθημερινή», 8.9.2002). Από την άλλη μεριά διατυπώνεται η θέση πως η σχέση Αριστεράς - τρομοκρατίας είναι ανύπαρκτη γιατί η «πραγματική» Αριστερά είναι εναντίον της βίας στο πλαίσιο ενός δημοκρατικού πολιτεύματος (Μ. Θεοδωράκης, «Τα Νέα», 27.8.2002).
Το πρόβλημα είναι, εν μέρει τουλάχιστον, σημειολογικό. Η απάντηση που θα δώσει κανείς έχει να κάνει με το πώς εννοιολογείται η διάκριση Αριστερά - Δεξιά. Νομίζω ότι μια γόνιμη προσέγγιση στο θέμα είναι να δει κανείς τη διάκριση από μια ιστορική και εξελικτική σκοπιά.
* Αριστερά, Δεξιά και εκσυγχρονισμός
Η έννοια της Αριστεράς (που πρωτοεμφανίστηκε την περίοδο της Γαλλικής Επανάστασης) συνδέεται με τη νεωτερικότητα και τον εκσυγχρονισμό. Από μια κοινωνιολογική προσέγγιση ο εκσυγχρονισμός συνεπάγεται την κάμψη του φεουδαρχικού, παραδοσιακού τοπικισμού και τη μαζική κινητοποίηση των πληθυσμών της Δυτικής Ευρώπης στις ευρύτερες οικονομικές, πολιτικές και πολιτισμικές αρένες του κράτους-έθνους. Σε αυτό το πλαίσιο στα τέλη του 18ου και στις αρχές του 19ου αιώνα οι συντηρητικές πολιτικές δυνάμεις, δηλαδή η «Δεξιά», είτε ήταν εναντίον κάθε εκσυγχρονισμού (αυτή ήταν η περίπτωση ενός μεγάλου μέρους της αριστοκρατίας του Ancien Régime που εναντιωνόταν στην ανάπτυξη του βιομηχανικού καπιταλισμού και του κράτους-έθνους)· είτε ήθελαν έναν εκσυγχρονισμό «εκ των άνω» που θα ενέτασσε τα λαϊκά στρώματα στους πολιτικοοικονομικούς μηχανισμούς του κράτους-έθνους κατά ετερόνομο, αυταρχικό τρόπο (αυτού του είδους τον αυταρχικό εκσυγχρονισμό τον βλέπουμε στην τσαρική Ρωσία και στη Γερμανία στα τέλη του 19ου αιώνα).
Από την άλλη μεριά οι δυνάμεις της «Αριστεράς» ήταν ως επί το πλείστον υπέρ ενός εκσυγχρονισμού που θα οδηγούσε στην αυτόνομη ένταξη των λαϊκών τάξεων στις νεωτερικές διαδικασίες. Στόχευαν δηλαδή στη διάχυση πολιτικών, κοινωνικοοικονομικών και πολιτισμικών δικαιωμάτων προς τη βάση της κοινωνικής πυραμίδας.
* Τα δύο στρατόπεδα, η χρήση βίας
Βέβαια και η Αριστερά και η Δεξιά διαφοροποιήθηκαν ως προς τα μέσα που χρησιμοποίησαν στην επίτευξη των διαφορετικών οραμάτων τους. Και στα δύο στρατόπεδα υπήρχαν αυτοί που ήταν διατεθειμένοι να χρησιμοποιήσουν βία για την επίτευξη των στόχων τους (άκρα Δεξιά και άκρα Αριστερά) και αυτοί που ήταν εναντίον της χρήσης αυταρχικών μεθόδων.
Ξεκινώντας από τη Δεξιά έχουμε από τη μια μεριά την πολιτική τύπου Ντισραέλι στην Αγγλία που πρέσβευε ότι ο καλύτερος τρόπος για να κρατηθούν τα λαϊκά στρώματα «στη θέση τους» είναι με τη μερική διεύρυνση της ψήφου και τη δημιουργία ενός συντηρητικού κόμματος με λαϊκή βάση. Από την άλλη μεριά έχουμε πολύ πιο αυταρχικές δεξιές αντιδράσεις που κυμαίνονται από τη φασιστική βία (π.χ., πριν και κατά τη διάρκεια της εγκαθίδρυσης του ιταλικού και γερμανικού ολοκληρωτισμού) ως τα φαινόμενα του δεξιού παρακράτους (π.χ., η Ελλάδα τη δεκαετία του '60), την ιταλική βομβιστική Ακροδεξιά (Μπολόνια, Μιλάνο, Μπρέσια τη δεκαετία του '70) και τη δημιουργία ιδιωτικών στρατών από μεγάλους γαιοκτήμονες (π.χ., Λατινική Αμερική, ακόμη και σήμερα).
Παρόμοιες διαφοροποιήσεις βλέπουμε βέβαια και στον αριστερό χώρο. Από τη μια μεριά έχουμε τη σοσιαλδημοκρατική Αριστερά, που ακολούθησε μια μεταρρυθμιστική πολιτική με στόχο τη διάχυση δικαιωμάτων προς τα κάτω - μια πολιτική δηλαδή που στόχευε στον εξανθρωπισμό του καπιταλισμού ή/και στη σταδιακή, μη βίαιη μετάβαση σε έναν δημοκρατικό σοσιαλισμό. Από την άλλη μεριά έχουμε την επαναστατική Αριστερά που είτε είχε σκοπό τη δημιουργία μιας συγκεντρωτικής οργάνωσης ικανής να πάρει την εξουσία μέσω μαζικών κινητοποιήσεων στην πόλη (Λένιν) ή στην ύπαιθρο (Μάο, Κάστρο) είτε ακολουθούσε τις αναρχικές θεωρίες των Προυντόν, Μπακούνιν, Κροπότκιν και άλλων - ήταν εναντίον κάθε συγκεντρωτικής / γραφειοκρατικής οργάνωσης πιστεύοντας στην «αυθόρμητη» εξέγερση και στη δυνατότητα κατάργησης κάθε εξουσιαστικής δομής.
Από την ίδρυση της Πρώτης Διεθνούς (όπου έχουμε την περίφημη διαμάχη Μαρξ - Προυντόν) ως τον ισπανικό εμφύλιο και τον Μάη του '68 οι δύο επαναστατικές αριστερές οικογένειες βρίσκονται σε συνεχή πόλεμο. Οσον αφορά το δικό μας πρόβλημα, η αντιπαράθεση έγινε πιο σαφής το 1876, όταν ο ιταλός αναρχικός Ενρίκο Μαλατέστα ανέπτυξε τη θεωρία της «προπαγάνδας της πράξης». Κατ' αυτόν η επαναστατική βίαιη πράξη είναι το πιο αποτελεσματικό προπαγανδιστικό μέσο. Ο αναρχικός επαναστάτης δίνοντας το παράδειγμα με πράξεις και όχι με κούφια λόγια εμπνέει τις μάζες και ανοίγει τον δρόμο στην αυθόρμητη επανάσταση από κάτω. Ηταν με βάση αυτή τη θεώρηση του κόσμου που οι ιταλοί αναρχικοί, αφού απέτυχαν να κινητοποιήσουν τον αγροτικό πληθυσμό, επικέντρωσαν την προσοχή τους σε ατομικές πράξεις διαμαρτυρίας που συμπεριλάμβαναν και φόνους προσωπικοτήτων (μεταξύ αυτών και ο βασιλιάς Ουμπέρτο Α').
* Αριστερά και κοινωνική αλλαγή
Στο επίπεδο της κοινωνικής αλλαγής τώρα, η αναρχική αριστερή παράδοση, με τη μορφή του αναρχοσυνδικαλισμού, κατόρθωσε να επηρεάσει σημαντικά τις εργατικές τάξεις της υπαίθρου και της πόλης - κυρίως στην Ισπανία, στην Ιταλία και στη Γαλλία. Ποτέ όμως δεν μπόρεσαν να εγκαθιδρύσουν ένα αναρχικό καθεστώς. Από την άλλη μεριά η κομμουνιστική επαναστατική Αριστερά όπου πήρε την εξουσία απέτυχε οικτρά στους στόχους της. Τα κομμουνιστικά καθεστώτα, όπως είναι γνωστό, ακολούθησαν έναν εκσυγχρονισμό που όχι μόνο ήταν αυταρχικός / ολοκληρωτικός αλλά και εξαιρετικά αναποτελεσματικός: με ελάχιστες εξαιρέσεις (όπως το δικαίωμα στην εργασία), δεν κατόρθωσαν να δώσουν ούτε πολιτικά αλλά ούτε και κοινωνικοοικονομικά και πολιτισμικά δικαιώματα στις λαϊκές τάξεις.
Από την άλλη μεριά στις δυτικοευρωπαϊκές κοινωνίες η λεγόμενη ρεφορμιστική Αριστερά (δηλαδή η σοσιαλδημοκρατία) πέτυχε σε έναν σημαντικό βαθμό τους στόχους της. Συνέβαλε περισσότερο από κάθε άλλη πολιτική δύναμη στη διάχυση προς τα κάτω κοινωνικοοικονομικών δικαιωμάτων (κράτος πρόνοιας) χωρίς να καταργήσει ή να υποσκάψει τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Νομίζω ότι τα παραπάνω μας βοηθούν να ρίξουμε φως σε δύο διαμάχες που σχετίζονται με την τωρινή τρομοκρατία στη χώρα μας.
* Ο πολιτικός χαρακτήρας της «17 Νοέμβρη»
Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ιδεολογικά η «17 Νοέμβρη» ανήκει στον εξωκοινοβουλευτικό ακροαριστερό χώρο. Τα μέλη της, ακόμη και αυτά της «δεύτερης γενιάς» που δεν φαίνεται να έχουν ανεπτυγμένη ιδεολογική κατάρτιση, δεν είναι ούτε απλοί κακοποιοί ούτε ψυχολογικά διαταραγμένα άτομα (όταν δεν ασχολούνταν με την τρομοκρατία, οι περισσότεροι είχαν έναν τυπικά μικροαστικό τρόπο ζωής). Πιο συγκεκριμένα, η «17 Νοέμβρη» ανήκει σαφώς στον ακροαριστερό, επαναστατικό χώρο της αναρχικής Αριστεράς· ή μάλλον (επειδή υπήρξαν και υπάρχουν αναρχικοί που απορρίπτουν τα βίαια μέσα), η ηγεσία της «17 Νοέμβρη» ανήκει σε αυτή τη μερίδα της αντιεξουσιαστικής Αριστεράς που πιστεύει στη θεωρία του Μαλατέστα περί της «προπαγάνδας της πράξης»: οι τρομοκρατικές ενέργειες δείχνουν την αδυναμία του κράτους και πείθουν τους απλούς πολίτες ότι ο επαναστατικός δρόμος για την υπέρβαση του καπιταλισμού και του κρατισμού είναι δυνατός. Οσον αφορά την Ελλάδα, αυτή η ιδεολογία τούς οδήγησε στο λανθασμένο συμπέρασμα ότι η μεταπολίτευση εγκαθίδρυσε μια ψευδοδημοκρατία στο πλαίσιο της οποίας η διάχυση των δικαιωμάτων προς τις λαϊκές τάξεις είναι αδύνατη· ενώ η χρήση βίας μπορεί μακροχρόνια να αλλάξει τα πράγματα προς το δικαιότερο και το δημοκρατικότερο.
Δεν είναι δύσκολο να δει κανείς, ιδίως μετά την κατάρρευση των κομμουνιστικών καθεστώτων, ότι η παραπάνω ανάλυση βασίζεται σε μια βαθιά άγνοια της ιστορίας και του πώς οι μεταβιομηχανικές κοινωνίες λειτουργούν και μετασχηματίζονται. Αυτό δεν σημαίνει όμως ότι η ανάλυσή τους δεν είναι πολιτική. Κατά τη δική μου άποψη τα μέλη της 17Ν και στο επίπεδο της ιδεολογίας / θεωρίας και σε αυτό των ιστορικών καταβολών έχουν έναν ακροαριστερό προσανατολισμό. Αρα η προσπάθεια αποσύνδεσης της τρομοκρατικής οργάνωσης από την Αριστερά γενικά δεν πείθει. Ενα πιο λογικό επιχείρημα είναι να διαχωρίσει κανείς:
α) τη δημοκρατική, μη επαναστατική Αριστερά (στη σοσιαλδημοκρατική ή δημοκρατική - σοσιαλιστική της έκφανση) από την επαναστατική Αριστερά·
β) την κομμουνιστική, επαναστατική Αριστερά, που απορρίπτει κατηγορηματικά πράξεις ατομικής βίας, από την αναρχική Αριστερά τύπου Μαλατέστα.
Το τελευταίο σημείο που πρέπει να τονιστεί εδώ είναι ότι ο χαρακτηρισμός των εγκλημάτων της 17Ν ως πολιτικών δεν οδηγεί αναγκαστικά στο συμπέρασμα πως η δικαιοσύνη πρέπει να δείξει ιδιαίτερη επιείκεια. Στη μετακομμουνιστική περίοδο και σε ένα δημοκρατικό πλαίσιο όπου υπάρχει ελευθερία έκφρασης η καταφυγή σε ένα είδος τρομοκρατίας που συχνά οδηγεί στον θάνατο τελείως αθώων ανθρώπων, η εμμονή στην αυτοδικία και η τεράστια δυσφήμηση της χώρας που οι τρομοκράτες δημιούργησαν κάνουν τα εγκλήματά τους πιο σοβαρά από αυτά των απλών κακοποιών.
* Τρομονόμοι και ατομικά δικαιώματα
Μια δεύτερη διαμάχη που απασχόλησε εξίσου τα ΜΜΕ έχει να κάνει με την αντίθεση ενός μεγάλου τμήματος της ελληνικής Αριστεράς και Κεντροαριστεράς στη θέσπιση της αντιτρομοκρατικής νομοθεσίας. Η αντίθεση βασίζεται στο επιχείρημα ότι αυτή η νομοθεσία υποσκάπτει τα ατομικά δικαιώματα του πολίτη και σε τελευταία ανάλυση τους δημοκρατικούς θεσμούς.
Το παραπάνω επιχείρημα αγνοεί ότι ο προοδευτικός, αριστερός στόχος της διάχυσης των δικαιωμάτων προς τα κάτω μπορεί να πετύχει μακροχρόνια όταν λαμβάνεται σοβαρά υπόψη ο πολυδιάστατος και βαθιά διαλεκτικός χαρακτήρας της επίτευξής του. Οταν δηλαδή λαμβάνεται υπόψη ότι η προώθηση ενός τύπου δικαιώματος που αφορά συγκεκριμένες κοινωνικές ομάδες πολλές φορές συνδέεται με άλλου τύπου δικαιώματα που αφορούν διαφορετικές κοινωνικές ομάδες. Για να πάρω ένα παράδειγμα από την πρόσφατη ιστορία, ο θεσμός του πανεπιστημιακού ασύλου, που έδινε το «δικαίωμα» σε μια μικρή ομάδα αναρχικών να διακόπτει τη διδασκαλία και να καταστρέφει κατά τακτά διαστήματα την πανεπιστημιακή περιουσία χωρίς να παρεμβαίνει η αστυνομία, πρέπει να αξιολογηθεί σε συνάρτηση με το δικαίωμα της συντριπτικής πλειονότητας των φοιτητών και καθηγητών στην ανεμπόδιστη διεξαγωγή του έργου της και το δικαίωμα των φορολογουμένων να μην πληρώνουν τα σπασμένα των αυθαιρεσιών ασήμαντων πολιτικών ομάδων (βλ. σχετικό άρθρο μου στο «Βήμα της Κυριακής», 15.11.1995).
Κατά τον ίδιο τρόπο νομοθετήματα που, επειδή στοχεύουν στην εξάρθρωση της τρομοκρατίας, περιορίζουν χωρίς να καταργούν δικαιώματα σε συγκεκριμένους τομείς (π.χ., επέκταση του χρόνου προφυλάκισης, του χρόνου παραγραφής εγκληματικών πράξεων, καθιέρωση της πρακτικής DNA κτλ.) πρέπει πάντα να αξιολογούνται όχι κατά απόλυτο ή μεμονωμένο τρόπο αλλά σε συνάρτηση με τα δικαιώματα άλλων ομάδων, όπως αυτές των θυμάτων και των οικογενειών τους. Η απολυτοποίηση ενός συγκεκριμένου δικαιώματος, είτε αυτό ευνοεί τις εύπορες τάξεις είτε τις μη εύπορες, σε τελευταία ανάλυση δεν προωθεί αλλά εμποδίζει τη συνολική διάχυση δικαιωμάτων προς τα κάτω.
Με βάση τα παραπάνω είναι προφανές ότι αυτή τη στιγμή πρέπει επειγόντως να βρεθεί νομικός τρόπος που θα περιορίζει τα δικαιώματα των φυλακισμένων τρομοκρατών σε ό,τι αφορά τη δυνατότητά τους να επικοινωνούν άμεσα με τα ΜΜΕ. Αν αυτό δεν γίνει σύντομα, λαμβάνοντας υπόψη τον υστερικό τρόπο με τον οποίο λειτουργούν τα media, η πρακτική της «προπαγάνδας της πράξης» θα συνεχιστεί με την πρακτική της «προπαγάνδας του λόγου». Πρέπει, με άλλα λόγια, να βρεθεί αμέσως τρόπος που θα διακόψει κάθε διαδικασία η οποία θα επιτρέπει στους τρομοκράτες να συνεχίσουν τη ναρκισσιστική φαντασίωσή τους ως ηρώων που οδηγούν και διαπαιδαγωγούν τις μάζες των «καταπεσμένων» στον αντιεξουσιαστικό αγώνα.
Είναι καιρός οι πολίτες που είναι πραγματικά εναντίον της τρομοκρατίας να απαιτήσουν την περιθωριοποίηση της τρομολαγνείας και τρομοφλυαρίας που αυτή τη στιγμή αποτελεί το κεντρικό, αν όχι το μοναδικό, θέμα στον δημόσιο χώρο.
Ο κ. Νίκος Μουζέλης είναι καθηγητής της London School of Economics.
Πηγή: Το Βήμα
Δεν υπάρχουν σχόλια:
Δημοσίευση σχολίου