Τότε, οι καραβοκύρηδες που σπάγανε τους αποκλεισμούς και γέμιζαν τις στέρνες τους με τάλιρα. Οι πραματευτάδες που όργωναν από την Βιέννα μέχρι την Βαβυλώνα,, από τα ρουμάνια του Αίμου μέχρι τα βράχια του Ταινάρου. Ήτανε οι έμποροι, οι άνθρωποι άρχοντες του χθες. Ήτανε μεγάλοι, ισχυροί. Ήτανε ελεύθεροι.Είχανε στόλους, λογιστήρια, γραμματικούς, μπιστικούς, αγωγιάτες, ναυτόπουλα, ήτανε πρίγκιπες, δάνειζαν τους βασιλείς, δίνανε το χρήμα τους απλόχερα στους αγώνες της φυλής τους. Χρηματοδοτούσανε επαναστάσεις, εξεγέρσεις. Ταύτιζαν την ύπαρξη τους με το Γένος. Με ανιδιοτέλεια και πάθος, ψυχρή και στυγνή λογική δύναμη διεκδικούσαν.
Σήμερα δεχόμαστε «επιχορηγήσεις» όπως λένε στην επίσημη γλώσσα. Και είναι οι τράπεζες, οι μεγάλες «διεθνείς», εκείνες που δανειοδοτούν τη χώρα. Με τους έμπορους, τους καραβοκύρηδες, τους βιομηχάνους, τους ηγέτες της πολιτικής μας παίζουν απόκαιρό ήδη, όπως η γάτα με το ποντίκι. Αλλά ήδη πλησιάζει η σκιά που θα τους κτυπήσει μια μέρα. Η σκιά επεκτείνεται στα εργοστάσια τους, στα καράβια τους , στα χωράφια τους, σταμαγαζιά τους, στις επιχειρήσεις τους, απειλή την ίδια μας την ύπαρξη, όπως οι γιγαντιαίες σκιές της νύχτας.
Ήδη έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας οι αόρατες αποικίες των «αυθεντών». Αγοράζουν τις πλειοψηφίες, συνάπτουν δάνεια με τις τράπεζες, Πλημμυρίζουν την αγορά με μάρκες, νοικιάζουν τις ευρεσιτεχνίες τους, παρέχουν τους «τεχνικούς» τους. Οι σύγχρονοι κατακτητές δεν περνάνε τα σύνορα μας με τα φοβερά τους φουσάτα, δεν είναι σπαθάρηδες της μοίρας, οι ιππότες των επικών ξολοθρεμών του άλλοτε, δεν οδηγούν άρματα μάχης, τα αεροπλάνα τους δεν σκιάζουν τον ήλιο, οι βόμβες δεν πέφτουν βροχή, στα χέρια τους δεν κρατάνε παράξενα όπλα. Είναι καλοντυμένοι, κομψοί χαμογελούν με τα κάτασπρα δόντια τους. Τα καλομανικιουρισμένα δάχτυλά τους δεν πατάνε σκανδάλες όπλων, άλλα παίζουν στα πληκτρολόγια των υπολογιστών τους και ξερνάνε τρόμο, σπίλωση, διασυρμό, συκοφαντία. Λοιδορούν και χλευάζουν, επιστρατεύοντας δολοφονικά στερεότυπα και χιλιοειπωμένα κλισέ, τους λίγους που τολμάνε να αντισταθούν να αμφισβητήσουν.
Ισοπεδώνουν κάθε αίσθηση ποιότητας, τροποποιώντας τον Έλληνα υπαρκτό άνθρωπο σε αμνήμονα γλεντοκόπο, αδιάφορο ουδέτερο πολτό, ανίκανο να οραματιστεί όχι μόνο τη σωτηρία αλλά και την προκοπή του.
Οργανώνουν έξω θεσμικά κέντρα «προτάσεων πολιτικής» για να χειραγωγηθεί κατάλληλα και καλύτερα η κοινή γνώμη για να περάσουν πιο εύκολα οι γραμμές του νεοταξίτικου προοδευτικού «νομοτελειακού πεπρωμένου» ή manifest destiny αν προτιμάτε.
Επεξεργάζονται την έννοια του πολίτη ώστε να πάψει να είναι πολιτικό υποκείμενο, αλλά ένα χωρίς ιστορική μνήμη καταναλωτικό αντικείμενο με ανάγκες ενστικτωδών απαιτήσεων αυτοσυντήρησης και ηδονής. Όλα αυτά επιτρέπονται, έτσι δεν είναι;
Πολεμήσαμε, αγωνισθήκαμε βασανισθήκαμε, «μας κόψανε στα δυό», για να είναι ο κόσμος ελεύθερος, ατέλειωτα ελεύθερός... Και σιγά-σιγά αυτά τα μαστόδοντα μας παραλαμβάνουν μεσ΄στα θεληματικά χέρια τους, κολακευουν τις παρακρούσεις μας, καλλιεργούν τις φοβίες μας, μας υποβάλουν πως μόνο εκείνοι μπορούν να μας νιώσουν και να μας παρασταθούν, εγκρίνουν απόλυτα την πρόθεσή μας να ξεκόψουμε από τους συνανθρώπους μας, ρίχνουν άφθονο λάδι υπουλότητας στη φωτιά του παραλογισμού. Κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα στην ιστορία, πλαστογραφούν, εξευτελίζουν τον κάποτε ελληνικό πολιτισμό, εκβαρβαρίζουν την αισθητική και με πλέγμα ανικανοποίητης κυριαρχίας, ικανοποιημένοι πια, μας ρίχνουν ματιές κρυφού μίσους, και λένε μέσα τους: «Επί τέλους μόνοι! Ήλθε ο καιρός να λογαριασθούμε».
Επεκτείνονται, υφαίνουν στο έδαφός μας το πλέγμα των υποκαταστημάτων τους και των σημείων πώλησης τους, αποβιβάζουν αμείλικτα το ισχυρό πυροβολικό των ανεξάντλητων οικονομικών τους μέσων, σκεπάζουν τους αγρούς και τις πόλεις μας με διαφημίσεις. Οι πωλητές τους, οι πράκτορες τους είναι ωραίοι όπως οι αξιωματικοί στις οπερέτες του Λεχαρ, είναι οι πιο καλοπληρωμένοι, με έκτακτα επιδόματα, ημερήσιες η πιο μόνιμες αποζημιώσεις, και οι πιο προβεβλημένοι από οποιονδήποτε και σε οποιονδήποτε κλάδο και αν βρίσκονται. Οι θυρεοί τους λάμπουν την νύχτα στον ουρανό μας, σκοτεινιάζοντας τις ψυχές μας ...
Και οι αναιμικοί μας έμποροι, βιομήχανοι, καραβοκύρηδες, ασθμαίνουν, σφίγγουν το χέρι των παλαιών πελατών τους και τους θυμίζουν τις «προσφερθείσες υπηρεσίες», το «όνομα του πατέρα τους», την αφοσίωση τους παλαιότερα! Καμιά φορά αγωνίζονται ακόμη για την διατήρηση των υπολειμμάτων αυτού που υπήρξε άλλοτε το βασίλειο των εταιρειών τους, για την διατήρηση αυτής της ανεξαρτησίας που είναι η υπερηφάνεια και η κληρονομιά τους, που είναι η πόρτα τους και ο πύργος τους. Για λίγο βγαίνουν από την ζάλη και την μέθη και ανίκανα και μισοζαλισμένα κάτι ζητάνε, κάτι προσπαθούνε, κάτι να κάνουνε, κάτι να σχεδιάσουν και αποτυγχάνουν οικτρά. Έπειτα κάποια μέρα ο ισολογισμός εκφράζεται αποφασιστικά, το παρελθόν τους σκεπάζεται και εξουθενώνονται.
Το τέλος τους κάπου θα γραφεί και θα χαθεί. Η ιστορία θα τους περάσει στα αζήτητα, μία απλή υποσημείωση.
Ο αόρατος ανταγωνιστής κατακτητής τοποθέτησε παντού τους έμπιστούς του, τους παρακεντέδες του και τα γραφεία του. Και οι δικοί μας βιομήχανοι, έμποροι, καραβοκύρηδες πολιτικοί κάθονται κάποια μέρα στο τραπέζι και υπογράφουν την πράξη της παραιτήσεως τους: διατηρούν τον οδηγό τους, το κότερο, την βίλα τους και το εξοχικό τους, αλλά δεν είναι πλέον, από την ημέρα εκείνη, παρά μόνο οι μίσθαρνοι και ανακλητοί εντολοδόχοι των αόρατων αυτοκρατοριών.
Με πολλή ευγένεια ψελλίζοντας «ιδού η εταιρεία σας!» και με ικανοποιητικές αμοιβές απαλλοτριώνονται. Αποστερούνται από κάθε ίχνος εξουσίας καταντούν τέλος να είναι σαν κι εμάς υποστάσεις ουδέτερες, ευνουχισμένες, άκρως παθητικές, χωρίς πρόταση: οι πληβείοι των νέων Βασιλείων...
«Και τώρα, αγροίκοι ιθαγενείς, αφού υποταχθήκατε αγοράζετε, αγοράζετε όλοι», φωνάζουν οι ντελάδηδες των αόρατων αυτοκρατοριών. «Το αίμα σας ρέει για μας, ο κόπος σας συντηρεί τα χρηματοκιβώτια μας, ο ιδρώτας σας ποτίζει τις φυτείες μας, ο λήθαργος σας είναι η αμοιβή μας, όπως και η χαρά σας, κάθε μία από τις χαρές σας κάθε μια από τις κινήσεις σας. Πληρώνετε φόρους για το σπίτι και το κρεβάτι σας, για τα παιδιά και το ποδήλατο τους, στη εφημερίδα και στο κινηματογράφο, στο ψωμί και το κρασί. Στο φως και στο μετρό. Πληρώνετε φόρο όταν σηκώνεστε στις πέντε το πρωί για να πάτε στη δουλειά, πληρώνετε φόρο όταν φτιάνετε τον καφέ σας, ανάβοντας το πρώτο σας τσιγάρο, οδηγώντας το αυτοκινητό σας, αλλά και ακόμα χωρίς να τα κάνετε πληρώνετε φόρο τρώγοντας το φαγητό σας, πίνοντας το φραπέ σας κάνοντας καμάκι τα κορίτσια, εισπράττοντας τον μισθό σας, πλένοντας τα χέρια σας, ακόμη και όταν ζητάτε ένα κομμάτι σπάγκο από τον γείτονα σας. Η αυτοκρατορία μας είναι πολιτισμός και ο πολιτισμός μας η ίδια η ζωή σας. Πληρώνετε φόρο για την ζωή σας, για κάθε ένα από τους σφυγμούς της, για κάθε μια από τις εκδηλώσεις και τις επιθυμίες της. Είσαστε για μας μία αγορά, σας θερίζουμε όπως τους αγρούς, σας κόβουμε όπως τα σταφύλια στον τρύγο. Μας ανήκετε. Μας ανήκετε όπως οι δούλοι στις φυτείες του αμερικάνικου Νότου, που τους αγόραζαν μαζί με την φυτεία. Μας ανήκετε όπως οι μουζίκοι των ρώσικων χωριών, που τους πούλαγαν μαζί με τα χωριά. Είσαστε οι κούληδες που τους πουλάμε και τους αγοράζουμε και λογαριασμό δεν δίνουμε. Είσαστε ο υποχρεωμένος αγοραστής Είσαστε η συγκομιδή και εμείς σας αγοράζουμε. Σας αγοράζουμε και είσαστε η περιουσία μας.
Όλη την ζωή σας θα την περάσετε εργαζόμενοι και καταναλώνοντας για μας, αγαπητοί κύριοι, κυρίες και παιδιά.
Όλη η ζωή σα θα περάσει πληρώνοντας το φόρο σας σε μας. Είμαστε ο πολιτισμός σας, η ύπαρξη σας το είναι σας. Είμαστε η καλοπέραση που λένε οι εφημερίδες σας.
Και η καλοπέραση πληρώνεται. Δεν υπάρχει μέρος ή τρόπος να γλιτώσετε από την «πρόοδο», την «ελευθερία», την «δημοκρατία» δηλαδή από την εξουσία μας. Θα εργάζεστε, χωρίς να ξέρετε πώς, χωρίς να ξέρετε για ποιόν, θα καταναλώνετε χωρίς λόγο, θα παίζετε Ξυστό ελπίζοντας. Θα βρεθείτε στη Βοσνία στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ χωρίς να γνωρίζετε πώς, χωρίς να γνωρίζετε για ποιόν και γιατί. Είχατε γεννηθεί ελεύθεροι, ακούτε; Ελεύθεροι, και δεν καταλάβατε πως η ελευθερία σας έχει υπεξαιρεθεί, ούτε καταλάβατε από ποιόν. Την κρατάμε την ποσότητα της σάρκας! Και επί πλέον πετύχαμε και καλό βάρος. Για σας αγαπητοί Ελληνίδες, Έλληνες, η ζωή είναι γλυκειά και μην αμελείτε να σκύβετε όταν θα μιλάτε για μας».
Έτσι μιλούν οι ντελάληδες των αόρατων αυτοκρατοριών. Αλλά μην ψάχνετε τις σάλπιγγες και τα στολίδια τους. Είναι το μικρό κορίτσι στο ταμείο του Super Market που σας τα λεει όλα αυτά τείνοντας με χαμόγελο την απόδειξη του ταμείου. Η λούλουδου που προσφέρει στις κυρίες της παρέα σας το μπουκέτο λουλούδια στού Ψειρή.
Μας έκαναν «πολίτες» όπως ακριβώς στους στρατώνες μας έκαναν στρατιώτες. Το επάγγελμα του πολίτη επιδέχεται και αυτό, χωρίς αμφιβολία το πανωφόρι που κουμπώνει δεξιά η αριστερά, το κράνος στο κεφάλι και τα άρβυλα. Φοράμε την στολή του πολιτισμένου, ο αριθμός των ανοησιών, των ελαττωμάτων, των προκαταλήψεων και των ψεμάτων που έχουμε μέσα στον γυλιό μας ξεπερνά όσα μπορούμε να φανταστούμε.
Αυτό που είναι λυπηρό είναι ότι περηφανευόμαστε! Λυγίζοντας υπό το βάρος της αθλιότητας αυτής βαδίζουμε με την υπερηφάνεια ενόςγαϊδουριού που κουβαλάει άγια λείψανα.
Φοβάμαι ότι κάτω από το σαμάρι οι ψυχές μας βγάζουν ένα είδος σπασμένου ήχου, εκβάλλουν μία παράξενη φωνή, άκαιρη ανησυχητική όπως αυτή των καθυστερημένων, που κοιτάμε με κατάθλιψη.
Αλλά δεν την ακούμε. Καμιά φορά στην νύχτα μας υπάρχει κάποια αναλαμπή φωτός. Αντιλαμβανόμαστε για μια στιγμή την βρωμερή μυρωδιά του σάπιου με το οποίου ζούμε χωρίς να θρηνούμε κοιμισμένοι μέσα στην αθλιότητα μας. Και περιμένουμε ειρηνικά τον θάνατο, επιπλέον νομίζουμε ότι «ζήσαμε!»
Σήμερα δεχόμαστε «επιχορηγήσεις» όπως λένε στην επίσημη γλώσσα. Και είναι οι τράπεζες, οι μεγάλες «διεθνείς», εκείνες που δανειοδοτούν τη χώρα. Με τους έμπορους, τους καραβοκύρηδες, τους βιομηχάνους, τους ηγέτες της πολιτικής μας παίζουν απόκαιρό ήδη, όπως η γάτα με το ποντίκι. Αλλά ήδη πλησιάζει η σκιά που θα τους κτυπήσει μια μέρα. Η σκιά επεκτείνεται στα εργοστάσια τους, στα καράβια τους , στα χωράφια τους, σταμαγαζιά τους, στις επιχειρήσεις τους, απειλή την ίδια μας την ύπαρξη, όπως οι γιγαντιαίες σκιές της νύχτας.
Ήδη έχουν εγκατασταθεί στη χώρα μας οι αόρατες αποικίες των «αυθεντών». Αγοράζουν τις πλειοψηφίες, συνάπτουν δάνεια με τις τράπεζες, Πλημμυρίζουν την αγορά με μάρκες, νοικιάζουν τις ευρεσιτεχνίες τους, παρέχουν τους «τεχνικούς» τους. Οι σύγχρονοι κατακτητές δεν περνάνε τα σύνορα μας με τα φοβερά τους φουσάτα, δεν είναι σπαθάρηδες της μοίρας, οι ιππότες των επικών ξολοθρεμών του άλλοτε, δεν οδηγούν άρματα μάχης, τα αεροπλάνα τους δεν σκιάζουν τον ήλιο, οι βόμβες δεν πέφτουν βροχή, στα χέρια τους δεν κρατάνε παράξενα όπλα. Είναι καλοντυμένοι, κομψοί χαμογελούν με τα κάτασπρα δόντια τους. Τα καλομανικιουρισμένα δάχτυλά τους δεν πατάνε σκανδάλες όπλων, άλλα παίζουν στα πληκτρολόγια των υπολογιστών τους και ξερνάνε τρόμο, σπίλωση, διασυρμό, συκοφαντία. Λοιδορούν και χλευάζουν, επιστρατεύοντας δολοφονικά στερεότυπα και χιλιοειπωμένα κλισέ, τους λίγους που τολμάνε να αντισταθούν να αμφισβητήσουν.
Ισοπεδώνουν κάθε αίσθηση ποιότητας, τροποποιώντας τον Έλληνα υπαρκτό άνθρωπο σε αμνήμονα γλεντοκόπο, αδιάφορο ουδέτερο πολτό, ανίκανο να οραματιστεί όχι μόνο τη σωτηρία αλλά και την προκοπή του.
Οργανώνουν έξω θεσμικά κέντρα «προτάσεων πολιτικής» για να χειραγωγηθεί κατάλληλα και καλύτερα η κοινή γνώμη για να περάσουν πιο εύκολα οι γραμμές του νεοταξίτικου προοδευτικού «νομοτελειακού πεπρωμένου» ή manifest destiny αν προτιμάτε.
Επεξεργάζονται την έννοια του πολίτη ώστε να πάψει να είναι πολιτικό υποκείμενο, αλλά ένα χωρίς ιστορική μνήμη καταναλωτικό αντικείμενο με ανάγκες ενστικτωδών απαιτήσεων αυτοσυντήρησης και ηδονής. Όλα αυτά επιτρέπονται, έτσι δεν είναι;
Πολεμήσαμε, αγωνισθήκαμε βασανισθήκαμε, «μας κόψανε στα δυό», για να είναι ο κόσμος ελεύθερος, ατέλειωτα ελεύθερός... Και σιγά-σιγά αυτά τα μαστόδοντα μας παραλαμβάνουν μεσ΄στα θεληματικά χέρια τους, κολακευουν τις παρακρούσεις μας, καλλιεργούν τις φοβίες μας, μας υποβάλουν πως μόνο εκείνοι μπορούν να μας νιώσουν και να μας παρασταθούν, εγκρίνουν απόλυτα την πρόθεσή μας να ξεκόψουμε από τους συνανθρώπους μας, ρίχνουν άφθονο λάδι υπουλότητας στη φωτιά του παραλογισμού. Κλείνουν κατάμουτρα την πόρτα στην ιστορία, πλαστογραφούν, εξευτελίζουν τον κάποτε ελληνικό πολιτισμό, εκβαρβαρίζουν την αισθητική και με πλέγμα ανικανοποίητης κυριαρχίας, ικανοποιημένοι πια, μας ρίχνουν ματιές κρυφού μίσους, και λένε μέσα τους: «Επί τέλους μόνοι! Ήλθε ο καιρός να λογαριασθούμε».
Επεκτείνονται, υφαίνουν στο έδαφός μας το πλέγμα των υποκαταστημάτων τους και των σημείων πώλησης τους, αποβιβάζουν αμείλικτα το ισχυρό πυροβολικό των ανεξάντλητων οικονομικών τους μέσων, σκεπάζουν τους αγρούς και τις πόλεις μας με διαφημίσεις. Οι πωλητές τους, οι πράκτορες τους είναι ωραίοι όπως οι αξιωματικοί στις οπερέτες του Λεχαρ, είναι οι πιο καλοπληρωμένοι, με έκτακτα επιδόματα, ημερήσιες η πιο μόνιμες αποζημιώσεις, και οι πιο προβεβλημένοι από οποιονδήποτε και σε οποιονδήποτε κλάδο και αν βρίσκονται. Οι θυρεοί τους λάμπουν την νύχτα στον ουρανό μας, σκοτεινιάζοντας τις ψυχές μας ...
Και οι αναιμικοί μας έμποροι, βιομήχανοι, καραβοκύρηδες, ασθμαίνουν, σφίγγουν το χέρι των παλαιών πελατών τους και τους θυμίζουν τις «προσφερθείσες υπηρεσίες», το «όνομα του πατέρα τους», την αφοσίωση τους παλαιότερα! Καμιά φορά αγωνίζονται ακόμη για την διατήρηση των υπολειμμάτων αυτού που υπήρξε άλλοτε το βασίλειο των εταιρειών τους, για την διατήρηση αυτής της ανεξαρτησίας που είναι η υπερηφάνεια και η κληρονομιά τους, που είναι η πόρτα τους και ο πύργος τους. Για λίγο βγαίνουν από την ζάλη και την μέθη και ανίκανα και μισοζαλισμένα κάτι ζητάνε, κάτι προσπαθούνε, κάτι να κάνουνε, κάτι να σχεδιάσουν και αποτυγχάνουν οικτρά. Έπειτα κάποια μέρα ο ισολογισμός εκφράζεται αποφασιστικά, το παρελθόν τους σκεπάζεται και εξουθενώνονται.
Το τέλος τους κάπου θα γραφεί και θα χαθεί. Η ιστορία θα τους περάσει στα αζήτητα, μία απλή υποσημείωση.
Ο αόρατος ανταγωνιστής κατακτητής τοποθέτησε παντού τους έμπιστούς του, τους παρακεντέδες του και τα γραφεία του. Και οι δικοί μας βιομήχανοι, έμποροι, καραβοκύρηδες πολιτικοί κάθονται κάποια μέρα στο τραπέζι και υπογράφουν την πράξη της παραιτήσεως τους: διατηρούν τον οδηγό τους, το κότερο, την βίλα τους και το εξοχικό τους, αλλά δεν είναι πλέον, από την ημέρα εκείνη, παρά μόνο οι μίσθαρνοι και ανακλητοί εντολοδόχοι των αόρατων αυτοκρατοριών.
Με πολλή ευγένεια ψελλίζοντας «ιδού η εταιρεία σας!» και με ικανοποιητικές αμοιβές απαλλοτριώνονται. Αποστερούνται από κάθε ίχνος εξουσίας καταντούν τέλος να είναι σαν κι εμάς υποστάσεις ουδέτερες, ευνουχισμένες, άκρως παθητικές, χωρίς πρόταση: οι πληβείοι των νέων Βασιλείων...
«Και τώρα, αγροίκοι ιθαγενείς, αφού υποταχθήκατε αγοράζετε, αγοράζετε όλοι», φωνάζουν οι ντελάδηδες των αόρατων αυτοκρατοριών. «Το αίμα σας ρέει για μας, ο κόπος σας συντηρεί τα χρηματοκιβώτια μας, ο ιδρώτας σας ποτίζει τις φυτείες μας, ο λήθαργος σας είναι η αμοιβή μας, όπως και η χαρά σας, κάθε μία από τις χαρές σας κάθε μια από τις κινήσεις σας. Πληρώνετε φόρους για το σπίτι και το κρεβάτι σας, για τα παιδιά και το ποδήλατο τους, στη εφημερίδα και στο κινηματογράφο, στο ψωμί και το κρασί. Στο φως και στο μετρό. Πληρώνετε φόρο όταν σηκώνεστε στις πέντε το πρωί για να πάτε στη δουλειά, πληρώνετε φόρο όταν φτιάνετε τον καφέ σας, ανάβοντας το πρώτο σας τσιγάρο, οδηγώντας το αυτοκινητό σας, αλλά και ακόμα χωρίς να τα κάνετε πληρώνετε φόρο τρώγοντας το φαγητό σας, πίνοντας το φραπέ σας κάνοντας καμάκι τα κορίτσια, εισπράττοντας τον μισθό σας, πλένοντας τα χέρια σας, ακόμη και όταν ζητάτε ένα κομμάτι σπάγκο από τον γείτονα σας. Η αυτοκρατορία μας είναι πολιτισμός και ο πολιτισμός μας η ίδια η ζωή σας. Πληρώνετε φόρο για την ζωή σας, για κάθε ένα από τους σφυγμούς της, για κάθε μια από τις εκδηλώσεις και τις επιθυμίες της. Είσαστε για μας μία αγορά, σας θερίζουμε όπως τους αγρούς, σας κόβουμε όπως τα σταφύλια στον τρύγο. Μας ανήκετε. Μας ανήκετε όπως οι δούλοι στις φυτείες του αμερικάνικου Νότου, που τους αγόραζαν μαζί με την φυτεία. Μας ανήκετε όπως οι μουζίκοι των ρώσικων χωριών, που τους πούλαγαν μαζί με τα χωριά. Είσαστε οι κούληδες που τους πουλάμε και τους αγοράζουμε και λογαριασμό δεν δίνουμε. Είσαστε ο υποχρεωμένος αγοραστής Είσαστε η συγκομιδή και εμείς σας αγοράζουμε. Σας αγοράζουμε και είσαστε η περιουσία μας.
Όλη την ζωή σας θα την περάσετε εργαζόμενοι και καταναλώνοντας για μας, αγαπητοί κύριοι, κυρίες και παιδιά.
Όλη η ζωή σα θα περάσει πληρώνοντας το φόρο σας σε μας. Είμαστε ο πολιτισμός σας, η ύπαρξη σας το είναι σας. Είμαστε η καλοπέραση που λένε οι εφημερίδες σας.
Και η καλοπέραση πληρώνεται. Δεν υπάρχει μέρος ή τρόπος να γλιτώσετε από την «πρόοδο», την «ελευθερία», την «δημοκρατία» δηλαδή από την εξουσία μας. Θα εργάζεστε, χωρίς να ξέρετε πώς, χωρίς να ξέρετε για ποιόν, θα καταναλώνετε χωρίς λόγο, θα παίζετε Ξυστό ελπίζοντας. Θα βρεθείτε στη Βοσνία στο Αφγανιστάν, στο Ιράκ χωρίς να γνωρίζετε πώς, χωρίς να γνωρίζετε για ποιόν και γιατί. Είχατε γεννηθεί ελεύθεροι, ακούτε; Ελεύθεροι, και δεν καταλάβατε πως η ελευθερία σας έχει υπεξαιρεθεί, ούτε καταλάβατε από ποιόν. Την κρατάμε την ποσότητα της σάρκας! Και επί πλέον πετύχαμε και καλό βάρος. Για σας αγαπητοί Ελληνίδες, Έλληνες, η ζωή είναι γλυκειά και μην αμελείτε να σκύβετε όταν θα μιλάτε για μας».
Έτσι μιλούν οι ντελάληδες των αόρατων αυτοκρατοριών. Αλλά μην ψάχνετε τις σάλπιγγες και τα στολίδια τους. Είναι το μικρό κορίτσι στο ταμείο του Super Market που σας τα λεει όλα αυτά τείνοντας με χαμόγελο την απόδειξη του ταμείου. Η λούλουδου που προσφέρει στις κυρίες της παρέα σας το μπουκέτο λουλούδια στού Ψειρή.
Μας έκαναν «πολίτες» όπως ακριβώς στους στρατώνες μας έκαναν στρατιώτες. Το επάγγελμα του πολίτη επιδέχεται και αυτό, χωρίς αμφιβολία το πανωφόρι που κουμπώνει δεξιά η αριστερά, το κράνος στο κεφάλι και τα άρβυλα. Φοράμε την στολή του πολιτισμένου, ο αριθμός των ανοησιών, των ελαττωμάτων, των προκαταλήψεων και των ψεμάτων που έχουμε μέσα στον γυλιό μας ξεπερνά όσα μπορούμε να φανταστούμε.
Αυτό που είναι λυπηρό είναι ότι περηφανευόμαστε! Λυγίζοντας υπό το βάρος της αθλιότητας αυτής βαδίζουμε με την υπερηφάνεια ενόςγαϊδουριού που κουβαλάει άγια λείψανα.
Φοβάμαι ότι κάτω από το σαμάρι οι ψυχές μας βγάζουν ένα είδος σπασμένου ήχου, εκβάλλουν μία παράξενη φωνή, άκαιρη ανησυχητική όπως αυτή των καθυστερημένων, που κοιτάμε με κατάθλιψη.
Αλλά δεν την ακούμε. Καμιά φορά στην νύχτα μας υπάρχει κάποια αναλαμπή φωτός. Αντιλαμβανόμαστε για μια στιγμή την βρωμερή μυρωδιά του σάπιου με το οποίου ζούμε χωρίς να θρηνούμε κοιμισμένοι μέσα στην αθλιότητα μας. Και περιμένουμε ειρηνικά τον θάνατο, επιπλέον νομίζουμε ότι «ζήσαμε!»